ΤΑ ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ ΕΠΙ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ 19400, ΚΟΡΩΠΙ ΑΤΤΙΚΗΣ, Τ.Θ. 54, ΤΗΛ. 210 6020176, 210. 6021467 ΤΕΥΧΟΣ 59 / ΕΤΟΣ 2006 ΤΑ ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ (Εἰσαγωγικά τινά διά τούς ἀναγνώστας τῆς ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΟΣ) Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὁπαδούς τοῦ ψευδαρχιεπισκόπου Νικολάου, ἄν καί γνωρίζουν τάς βλασφημίας του καί τά αἱρετικά του φρονήματα, ἄν καί δέν συμφωνοῦν μετ’ αὐτοῦ, ὅμως παραμένουν μαζί του, διότι ὑπέπεσαν εἰς τήν πλάνην νά θεωροῦν ἀνώτερον τό κριτήριον τῆς πλειοψηφίας, ἀπό τό κριτήριον τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης. Καί ἀσφαλῶς παραθεωροῦν τήν βεβαίωσιν τοῦ Κυρίου μας ὅτι «ἐπί ταύτην τήν πέτραν» (τῆς καθαρᾶς Ὁμολογίας καί Πίστεως), οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». Βεβαίως τινές ἐξ’ αὐτῶν, ἔχουν δηλώσει ὅτι περιμένουν τήν κατάλληλον στιγμήν διά νά ὑψώσουν τήν σημαία τῆς Ἐνστάσεως, καί τῆς Ὁμολογίας. Ὅλοι αὐτοί, ὅμως, κάτω ἀπό τήν ἀπατηλή «λάμψη» τῶν έσχάτως τελεσθειςῶν ψευδοχειροτονιῶν τοῦ Νικολάου, ξέχασαν τά σοβαρά θέματα Πίστεως, πού βαρύνουν καί κολάζουν τόν ἀμετανόητον αἱρετικόν, ἐκκλησιομάχον καί βλάσφημον «Πειραιῶς» Νικόλαον, καί ὅπως φαίνεται, ἔχουν βυθισθεῖ καί αὐτοί μαζί του αὔτανδροι εἰς τό πέλαγος τῶν παρανομιῶν καί τῶν βλασφημιῶν του, καί οὐδένα ἔλεγχον συνειδήσεως διαθέτουν πλέον. Οὔτε καί τό γεγονός ὅτι αἱ χειροτονίαι ἐβάφησαν εἰς τό αἷμα, ἤ ὅτι οἱ «χεοροτονηθέντες» κατηγγέλθησαν ὡς «ἀνάξιοι» ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν. Καί τοῦτο συμβαίνει διότι, καθ’ ἡμᾶς, ποτέ δέν εἶχον ἀποθέματα ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τά ὁποῖα ἦτο δυνατόν νά τούς ἐβοήθουν τήν κατάλληλον στιγμήν, ὥστε νά ἐξήρχοντο καί αὐτοί ἐκ μέσου τῆς «πονηρᾶς συναγωγῆς» τοῦ Νικολάου καί τῶν σύν αὐτῶ. Ὁ λόγος εἶναι δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἔδειχναν, εἰς τό παρελθόν, ὅτι κατενόησαν τήν σημασίαν τῆς ἀρνήσεως καταδίκης τῶν Ἀπαλλακτικῶν Βουλευμάτων, καί πόσον ἐπιβαρύνουν τόν Νικόλαον καί τούς σύν αὐτῶ, τώρα φαίνεται ὅτι ἐσκοτίσθησαν τόσον, ὥστε ὄχι μόνον ὑπερασπίζονται τάς βλασφημίας τοῦ Νικολάου, καί ἐπομένως καί τά ‘Απαλλακτικά Βουλεύματα, ἀλλά καί στρέφονται ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀποκαλύπτουν τήν αἱρετικήν δυσοσμίαν τοῦ δυστυχοῦς Νικολάου. Εἰς αύτούς ἀφιερώνεται τό παρόν δημοσίευμα, (ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ 59/ΙΟΥΝΙΟΣ 2006) εἰς τό ὁποῖον καταχωροῦνται αὐτούσια τά «ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΒΠΥΛΕΥΜΑΤΑ» μετά προλογικοῦ σημειώματος, μέ τήν ὑπόμνησιν ὅτι ταῦτα βαρύνουν πλέον ὅλους τούς μετά τοῦ Νικολάου συμπορευομένους. Καί γίνεται αὐτή ἡ δημοσίευσις, διότι θέλομεν νά ἐλπίζωμεν. Εἰς κανένα δέν μποροῦμε νά κλείσουμε τό δικαίωμα τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς. Παρακαλοῦμε δέ τούς ἀναγνώστας τῆς ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΟΣ, ἐάν ἔχουν τήν δυνατότητα, νά ἐκτυπώσουν τό δημοσίευμα καί νά τό μεταδώσουν διά τῆς φωτοτυπικῆς μεθόδου καί εἰς ἄλλους. Ὅταν «πίστις τό κινδυνευόμενον» ὅλοι πρέπει νά συμμετέχωμεν εἰς τόν ἀγῶνα. Ὁ δέ ἐπιστρέφων τινά ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης αὐτοῦ «ἐξάγει ψυχήν ἐκ θανάτου... καί καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν». Ὁ Θεός θά μᾶς ζητήση λόγον, ἐάν κρύψωμεν διά τῆς σιωπῆς τό «τάλαντον» τῆς Ὁμολογίας, ὑπό τήν γῆν... Παραθέτομεν τήν «ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΝ» Νο 59. ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 54/76 (ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) ΚΑΙ 46/91 (ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΔΡΑΜΑΣ) Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν ὅτι τήν τελευταίαν Ἐκκλησιαστικήν κρίσιν εἰς τόν χῶρον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προεκάλεσεν ἡ προσπάθεια τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ (κυρίως ἀπό τήν πλευρά τῶν Φλωρινικῶν, ἀλλά καί «ἡμετέρων») νά γίνη ἀποδεκτή, ἔστω ἐκ τῶν ὑστέρων, ἡ Ἀπόφασις τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, καθ’ ἥν ἐπί τῶν Ἐπισκόπων Κορινθίας Καλλίστου καί Κιτίου ‘Επιφανίου ἐγένετο χειροθεσία κατά τόν Η΄ Κανόνα, ἤτοι ἐπί σχισματικῶν. Ἤδη ἀπό τό 1991 οἱ Φλωρινικοί ἠρνήθησαν τήν συνέχισιν τοῦ διαλόγου ἐπί τῶν συμφωνηθέντων θεμάτων, ἐπί τῶ λόγω ὅτι μᾶς ἀναγνωρίζουν βάσει τῆς «χειροθεσίας τοῦ 1971», ἐνῶ τό 1994 - 1995 μέ μίαν «ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ» τοῦ Φλωρινικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου καί μέ τήν δημοσίευσιν ὑπό τοῦ Καλλιοπίου εἰς τά «Πάτρια» τῶν δύο Ἀπαλλακτικῶν Βουλευμάτων 54/76 Πλημμελειοδικείου Πειραιῶς, καί 46/91 τοῦ Πλημμελειοδικείου Δράμας, ἐξεδηλώθη καί ἐπισήμως ἡ νέα «ἐκστρατεία» κατά τῆς Ὁμολογίας καί Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἤτοι ἡ πρόθεσις τῶν Φλωρινικῶν καί τῶν ἄλλων Κέντρων τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά παρασύρουν τούς πάντας εἰς τήν ἀποδοχήν ἐκ μέρους ἡμῶν μιᾶς «ὁμολογίας», ὅτι τό 1971 ἐγένετο χειροθεσία συμφώνως τῶ Η΄ Κανόνι τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡς προέβλεπε ἡ ἀπόφασις τῶν Ρώσων. Ἐπεδιώχθη τοῦτο, διότι μέ τήν ὑπάρχουσαν Ὁμολογίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καθ’ ἥν τό 1971 οὐδεμία χειροθεσία ἐγένετο, ἀλλά ἁπλῶς ἐγένετο ληστρική ἐπίθεσις κατά τῆς ‘Αποστολικῆς Διαδοχῆς, ἡ ὁποία ὅμως ΑΠΕΤΥΧΕ ἅμα τῆ ἐκδηλώσει της, ἐνῶ ἀπεκαλύφθησαν τά βλάσφημα κατά τῆς Ἀποστολικῆς σχέδια τῶν Φλωρινικῶν καί ἄλλων, ὁ Παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός δέν ἠδύνατο νά ἐφαρμόση τά σχέδιά του, οὔτε καί ὁ Νεοημερολογιτικός ἠδύνατο νά ἠσυχάζη. Παράλληλα καί ὁ κ. Βασίλειος Σακκᾶς γύρω στά 1997 δι’ ἑνός ἀνωνύμου του, μέ παραπλανητικάς ἐρωτήσεις περί τοῦ 1971 ἐπιχειρεῖ καί αὐτός νά περάση ὡς πραγματικόν γεγονός τήν «χειροθεσίαν» καί ὅτι βάσει αὐτῆς «δέν ὑπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ Ματθαιϊκῶν καί Φλωρινικῶν εἰς τό θέμα τῶν χειροτονιῶν», ἐνῶ ἀποκαλύπτεται ἀπό συγκεκριμένα γεγονότα, ὅτι πίσω ἀπό τήν ὅλην «ἐπιχείρησιν» κρύπτεται ὁ νεοημερολογιτισμός (ὁ κ. Χριστόδουλος), διό «ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος» ὅτι «εἶναι δυνατή ἡ λύσις τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ προβλήματος βάσει τῶν χειροτονιῶν καί χειροθεσιῶν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Ἐπισκόπων ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς». Ἡ ἐπίμονος ἄρνησις τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας ‘Ορθοδόξου Ἐκκλησίας νά ἐπιληφθοῦν τοῦ θέματος, ἄν καί κατηγγέλθη τό γεγονός ἐπισήμως, ἡ παράλειψις νά δώσουν ὁμολογιακήν ἀπάντησιν εἰς τάς νέας προκλήσεις, αἱ ὁποῖαι ἅπτονται τῆς Ὁμολογίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, καί αἱ ὁποῖαι δέν ἐπεδέχετο καμμίαν καθυστέρησιν, ἡ κατάλυσις τῆς Κανονικῆς Τάξεως προκειμένου νά διωχθοῦν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἐπιμόνως τήν ὁμολογιακήν ἀντιμετώπισιν, ὡδήγησε τρεῖς ‘Αρχιερεῖς νά εὑρεθοῦν εἰς τήν θέσιν τῆς Ἐνστάσεως ὑπέρ τῆς καθαρᾶς Ὁμολογίας καί τῆς ἀνοθεύτου Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς.. Ἐκ τῶν γεγονότων τούτων, καί πρός δημιουργίαν ψευδῶν ἐντυπώσεων, ἡ πλειοψηφία τῶν Ἀρχιερέων, (ἡ πλευρά τοῦ ἱεροσύλως καί συμπαικτικῶς παραιτηθέντος Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου καί τοῦ ἐν συνεχίεα ψευδοαρχιεπισκόπου ἀναδειχθέντος «Πειραιῶς» Νικολάου) ἠναγκάσθη νά δηλώση ψευδῶς ὅτι «τό περιεχόμενον τοῦ 54/76 οὐδέποτε ἐγένετο δεκτόν οὔτε ὑπ’αὐτῶν, οὔτε ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου». Εἶναι δέ τοῦτο ψευδέστατον, διότι, καθά ἀποδεικνύεται, ὁ Πειραιῶς Νικόλαος ἐδέχθη καί μάλιστα πανηγυρικῶς καί τό περιεχόμενον καί τήν ἀπόφασιν τοῦ ἀφορῶντος αὐτόν Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος, καί μάλιστα καί μέ τάς ἐπευφημίας τοῦ Δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος μετά τήν συζήτησιν τοῦ εἶπε: «τώρα σέ παραδέχομαι διά ‘Επίσκοπον καί ζητῶ τήν εὐχή σου», ἀλλά καί ὅταν ἐδημοσιεύθη ἀπό τά «Πάτρια» τό Βούλευμα καί ἐνῶ κατηγγέλθη καί ἐπισήμως, οὐδέν ἔπραξε ἀλλά καί μέχρι σήμερον τό καλύπτει, ἐνῶ καταφέρεται ἐναντίον ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τό ἀποκαλύπτουν καί δημοσιοποιοῦν τήν προδοσίαν. Ἡ ἀνωτέρω δήλωσις εἶναι καί δολία, δεδομένου ὅτι εἶναι ἀναμφισβήτητον, ὅτι τό Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα ἔγινε πανηγυρικῶς δεκτόν, διότι ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἴδιος καί ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος Μακρῆς «ἔχομεν δικαστήρια, καί δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τώρα τήν χειροθεσία, βάσει τῆς ὁποίας μᾶς ἀπαλλάτουν», ἤ «διά νά καταγράφωνται τά μυστήριά μας εἰς τά Ληξιαρχεῖα», ὅπως εἶπεν ἄλλος «ἀδάμας» τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ ἡ δήλωσις ὅτι «τό περιεχόμενον τοῦ Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος 54/76 οὐδέποτε ἐγένετο δεκτόν» γίνεται μόνον διά τούς ἀφελεῖς. Ἡ ἀνωτέρω δήλωσις θά ἦτο ἀληθής, ἐάν ἔλεγε ὅτι τό περιεχόμενον τοῦ Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος 54/76 οὐδέποτε ἐγένετο ἐπισήμως δεκτόν ὑπό τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου ‘Εκκλησίας, δεδομένου ὅτι ὁ Πειραιῶς Νικόλαος οὐδέποτε ἔκαμε γνωστόν τό περιεχόμενόν του, ὥστε νά δοθῆ ἡ ἀνάλογος ὁμολογιακή ἀπάντησις. Ὅταν τό 1981 ἔκαμε ἕνα βῆμα νά ἐνημερώση τήν Σύνοδον, τόν ἠμπόδισε, κατά τά φαινόμενα ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος, διότι εἶχε τούς λόγους του, ἤτοι τόν «βόλευε» εἰς τά .... σχέδιά του. Τἀ Ἀπαλλακτικά αὐτά Βουλεύματα «ἀποφαίνονται» καί «νομοθετοῦν» ἐπισήμως, ὅτι οἱ «Φλωρινικοί» καί οἱ «Ματθαιϊκοί» εἶναι τό ἴδιο, ὡς «ἕλκοντες ἀμφότεροι τήν ‘Αποστολικήν των Διαδοχήν ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς», οἱ μέν διά τῶν «χειροτονιῶν» τοῦ 1960, οἱ δέ διά τῶν «χειροθεσιῶν» τοῦ 1971, αἱ δέ χειροτονίαι τοῦ 1935 καί τοῦ 1948 εἶναι ἄκυροι καί παράνομοι. Ταῦτα διετυπώθησαν εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τούς Φλωρινικούς, ἐπί τῆ βάσει τῶν ἐγγράφων, τά ὁποῖα οὗτοι προσεκόμισαν, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ δέ τόν Πειραιῶς καί Νήσων Νικόλαον, ἐπί τῆ βάσει τοῦ ἀπό 28.10.74 Ὑπομνήματός του, τό ὁποῖον κατέθεσε ἀρχικῶς καί μέ τό ὁποῖο συνυπέβαλε καί τήν ἀπό 16/11.15/28.9.1971 Ἀπόφασιν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, κατά τήν ὁποία ἐπί τῶν Ἐπισκόπων Καλλίστου καί Ἐπιφανίου ἐγένετο χειροθεσία κατά τόν Η΄ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤτοι ὡς ἐπί σχισματικῶν. Λόγω ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ περιεχομένου τά Ἀπαλλακτικά αὐτά Βουλεύματα ἐπεχείρησεν ἐσχάτως ὁ νεοημερολογιτικός καί παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός νά θέση εἰς ἐφαρμογήν. Θά ἦτο δέ μεγάλη ἐπιτυχία δι’ αὐτούς, ἐάν ἔστω καί σιωπηλῶς ἐγένοντο ἀποδεκτά ὑφ’ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πράγμα τό ὁποῖον ἐν μέρει ἐπετεύχθη, διά τῆς καλύψεως καί τῆς μή καταδίκης αὐτῶν ὑπό τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἀρχιερέων. Δέν ὑπάρχει μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν τῶν Βουλευμάτων, ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἐν λόγω Ἀρχιερεῖς συμμετέσχον εἰς τήν συμπαιγνίαν τῆς ἱεροσύλου παραιτήσεως τοῦ ‘Αρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, ἐνῶ ἐγνώριζον, ὅτι οὗτος «ἠναγκάσθη» νά παραιτηθῆ ὑπέρ τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, ὡς «ἀνεγνωρισμένου» ὑπό τοῦ 54/76 Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος, εἰς περίοδον μάλιστα καθ’ ἥν κατηγγέλλετο (ὁ Πειραιῶς Νικόλαος) ἐπί προδοσία τῆς Πίστεως καί διά τό συγκεκριμένον βλάσφημον Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα. Τά Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα (καί ὡς ἀποφάσεις καί ὡς περιεχόμενον) ἐγένοντο ἐπισήμως ἀποδεκτά ὑπ’ αὐτῶν (τήν πλειοψηφία τῶν Ἀρχιερέων), ἀπό τήν στιγμήν πού ἐδημοσιεύθησαν (ὑπό τῶν Φλωρινικῶν) καί προκλητικῶς ἡ πλειοψηφία αὕτη τῶν Ἀρχιερέων ἠρνήθη νά λάβη ὁμολογιακήν θέσιν, ἠρνήθη νά τά καταδικάση, ἠρνήθη νά καταδικάση τάς ὁμοίας βλασφημίας τῶν Φλωρινικῶν, τοῦ Σακκᾶ κλπ. Ἡ προδοσία αὕτη ὡλοκληρώθη μέ τήν «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ» ὁμαδικήν ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΙΝ τοῦ 2003, ἡ ὁποία συμπυκνοῦται εἰς τήν δήλωσιν τοῦ «Ἀργολίδος» Παχωμίου, ὅτι «ἔχομεν ἅπαντες οἱ ‘Αρχιερεῖς τήν χειροτονίαν μας παρά χειροθετημένων ... τό δέ γενόμενον, οὐκ ἀπογίνεται» καί τήν δήλωσιν τοῦ «Περιστερίου» Γαλακτίωνος καθ’ ἥν «καί εἰς Ἀμερικήν καί εἰς Ἑλλάδα ἀνεγνώσθησαν εὐχαί χειροτονίας», καί εἰς τήν ἄρνησιν νά δηλώσουν τήν θέσιν των σχετικά μέ τήν ἀπό τήν Μονήν Μεταμορφώσεως περιγραφήν τῶν γεγονότων τῆς 17 καί 18 Σεπτεμβρίου 1971 ἐν Ἀμερικῆ. Τά σχέδια τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ βέβαια ἀπέτυχον, διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν ἄφησε νά σημειωθῆ καθολική πτῶσις καί ἀλλοτρίωσις ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι μετά τήν ἀπό 16.6.2005 διακοπήν κοινωνίας τοῦ ‘Επισκόπου Κηρύκου μετά τῆς ψευδοσυνόδου ὑπό τόν ψευδαρχιεπίσκοπον Νικόλαον καί τήν διαγραφήν τῶν ὀνομάτων των ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας, συνεχίζεται ἀπροσκόπτως τό ἔργον τῆς γνησίας Ὁμολογίας καί τῆς ἀνοθεύτου Ἀποστολικῆς Ἀποστολικῆς, ἤγουν τῆς ‘Εκκλησίας, διά τοῦ μικροῦ ποιμνίου. Ὁ Ἐπίσκοπος Κήρυκος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν, ἵνα μή ἐξέλθη μετ’ αὐτῶν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, καί διεχώρισε τάς εὐθύνας του διά τάς ἀποφάσεις των καί τάς βλασφημίας των καί τάς παρανομίας των, μέ ἀποτέλεσμα ἡ βλασφημία καί ἡ προδοσία νά παραμένη μόνον εἰς αὐτούς καί εἰς ὅσους τούς ἀκολουθοῦν. Εἰς τήν ἐρώτησιν, ἐάν μία ἐνδεχομένη σήμερον καταδίκη τοῦ 54/76 Ἀπαλλακτικοῦ Βουλεύματος, λύει τό πρόβλημα, ἀπαντῶμεν. Ὄχι, διότι δέν εἶναι μόνον τό Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα, εἶναι καί τόσα ἄλλα, τά ὁποῖα τούς βαρύνουν, εἶναι καί αἱ συνέπειαι ἐπ’ αὐτοῦ (ἤ ἐπ’ αὐτῶν) ὁ ὁποῖος (ἤ οἱ ὁποῖοι) ἀπεδέχθη (ἤ ἀπεδέχθησαν) σκοπίμως τήν βλασφημίαν καί κατεστάθησαν προδόται. Δηλαδή μία καταδίκη χωρίς ἀντιμετώπισιν καί τῶν συνεπειῶν, δέν τούς καλύπτει, ἀλλά τούς ἀποκαλύπτει. Ἀποκαλύπτει τήν γεγενημένην βλασφημίαν, ἡ ὁποία συνιστᾶ ἄρνησιν τῆς Ἀρχιερωσύνης, διά τήν ὁποίαν κατά τούς ἱερούς Κανόνας δέν προβλέπεται ἐπάνοδος εἰς αὐτήν, ἀλλά μόνον μετάνοια πρός σωτηρίαν. Ἰδού τά δύο «Ἀπαλλακτικά Βουλεύματα» 54/76 (Πειραιῶς) καί 46/91 (Δράμας), τά ὁποῖα ἐν ὅσω παραμένουν ἀναπάντητα, ἐπιβεβαιώνουν τήν ὁμαδικήν πτῶσιν τῶν «Νικολαϊτῶν» Ἀρχιερέων. Α΄ ΤΟ 54/76 ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Αριθμός Βουλεύματος 54/1976 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΩΝ ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ Συγκείμενον εκ των Δικαστών Αθανασίου Γκιούρα, Προέδρου, Πριάμου Ιωάννου και Σπυρίδωνος Κολυβά, Ανακριτού, Πλημμελειοδικών. Συνελθόν εν τω προς διάσκεψιν δωματίω του, την 17ην Δεκμβρίου 1975, παρουσία του τε Αντιεισαγγελέως Αργυρίου Τσίχλα (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Δικ. Γραμματέως Μαρίας Τσαγγάρη, ίνα αποφανθή επί της κάτωθι ποινικής υποθέσεως. Ησκήθη ποινική δίωξις κατά των α) Ευθυμίου ή Νικολάου ΜΕΣΣΙΑΚΑΡΗ του Γεωργίου κ.λ.π. επί αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, διετάχθη δε επ’ αυτής και ενηργήθη κυρία ανάκρισις, μετά το πέρας της οποίας ο ενταύθα Εισαγγελεύς υπέβαλλε προς το Συμβούλιον τούτο την σχηματισθείσαν ποινικήν δικογραφίαν, μετά της υπ’ αριθμόν 713/1975 εγγράφου προτάσεώς του, εκθέτων τα κάτωθι. Εισάγοντες, συνωδά τω άρθρω 308 παράγρ. 1Κ.Π.Δ., υπό την κρίσιν του Υμετέρου Συμβουλίου, τας προκείμενας (Β.Μ.8140 και 8140α/1974) ποινικάς δικογραφίας, κατά των κατηγορουμένων α)Ευθυμίου ή Νικολάου ΜΕΣΣΙΑΚΑΡΗ του Γεωργίου, γεννηθέντος εις Πεδινό Καρδίτσης το έτος 1924, κατοίκου Αθηνών, (Κων/πόλεως 22 Ρούφ), επισκόπου Παλαιοημερολογιτών, και β) Γεωργίου-Γεροντίου ΜΑΡΙΟΛΗ του Κυριάκου γεννηθέντος εις Δρυν-Οιτύλου Λακωνίας το έτος 1921, κατοίκου Μεγάρων Αττικής (Ιεράν Μονήν Αγίου Ααθανασίου), Μητροπολίτου Παλαιοημερολογιτών, ων είναι νόμιμος περίπτωσις προς συνένωσιν συντρέχει – εκτίθεμεν ότι, συνεπεία της από 1-7-1974 μηνύσεως του Μητροπολίτου Πειραιώς ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, κατά κόσμον Εμμανουήλ Ταβλαδωράκη κατοίκου Πειραιώς, (Ζανή 2), εκινήθη συμφώνως ταις συνδεδυασμέναις διατάξεσι των άρθρων 27 παρ. 1,36,43,50,243 παρ. 1και 240 Κώδ. Ποιν. Δικονομίας, δυνάμει των υπ’ αριθμ. 45 και 46/75 ημετέρων παραγγελιών προς τον Πταισματοδίκην Β΄Τμήματος Πειραιώς, και των υπ’ αριθμ. 20 και 19/75 τοιούτων προς τον ενταύθα Ανακριτήν Δ Τμήματος΄, δι ων παρηγγέλθη προανάκρισις και εν συνεχεία συμπλήρωσις ταύτης δια κυρίας ανακρίσεως, ποινική κατά των ως άνω κατηγορουμένων δίωξις επί αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας (άρθρ. 175 παρ. 2 και 1 Ποιν. Κώδ.), εφ’ ης υποθέσεως, περατωθείσης της παραγγελθείσης ανακρίσεως, ήτις περάτωσις εγνωστοποιήθη νομοτύπως εις τε τους κατηγορουμένους και τον πολιτικώς ενάγοντα-μηνυτήν, ίνα ασκήσωσι τα εκ του άρθρου 101 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., δικαιώματά των, επαγόμεθα τα ακόλουθα το υπό του άρθρου 175 παρ. 1 Ποιν. Κώδ. προβλεπόμενον έγκλημα της αντιποιήσεως προσβάλλει την πολιτειακήν εξουσίαν, ως διασύρον το κύρος των οργάνων της Πολιτείας και διασαλεύον την παρά τοις πολίταις πεποίθησιν περί της νομίμου ενεργείας αυτών. Προς θεμελίωσιν τούτου απαιτείται η εκ προθέσεως αντιποίησις της ασκήσεως υπηρεσίας τινός, δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής. Η διάταξις αύτη, κατά την παράγραφον 2 του άρθρου 175, εφαρμόζεται, εκτός άλλων και εν αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Η άσκησις πρέπει να είναι παράνομος, ως σαφώς προκύπτει εκ της εν τω άρθρω λέξεως «αντιποιείται» εις ην περιέχεται το παράνομον της πράξεως. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος εφ όσον η πράξις δέον να γίνηται εκ προθέσεως. Ούτος δε περιλαμβάνει την γνώσιν της άνευ δικαιώματος ενεργείας με την αντίστοιχον θέλησιν. Πλάνη ως προς την ύπαρξιν του δικαιώματος ενεργείας αποκλείει τον δόλον (Ηλία Γάφον Προσβολαί κατά της Πολιτειακής Εξουσίας Ποιν. Χρον. Ζ σελ. 71 επ. Μπουροπούλου Ποιν. Κώδ. Τόμος Δεύτερος σελίς 115 επ.). Ως άσκησις υπηρεσίας νοείται η ενέργεια πράξεως ανηκούσης εις την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του υπαλλήλου ή λειτουργού, υπό προσώπου μη κεκτημένου την ιδιότητα ταύτην ή (του τελευταίου τούτου) μη χειροτονηθέντος νομίμως και δη συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας (Α.Π.326/52, 39/1956, 250/56, Α.Π.140/1964, Ποιν. Χρονικά Γ΄508, ΣΤ.191, Ζ.27 ΙΔ.369). Χειροτονία είναι η μυστηριακή θεοσύστατος εκείνη τελετή, καθ’ ην δι ευχής και επιθέσεως των χειρών του επισκόπου, κατέρχεται η Θεία Χάρις προχειριζομένη τον υποψήφιον εις ένα των τριών ιερατικών βαθμών (Χρήστου Ανδρούτσου Δογματική της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, έκδοσις δευτέρα σελίς 389 παράγραφος 64, Αναστασίου Χριστοφιλοπούλου Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, έκδοσις δευτέρα, σελίς 133, στιχ.26). H δια της χειροτονίας ιδιότης παρέχει εις τους φορείς ταύτης την ικανότητα προς τέλεσιν των μυστηρίων και λοιπών ιεροπραξιών (τελετουργική εξουσία ) και την συμπαρομαρτυρούσαν προς διδαχήν των πιστών και κήρυγμα του Θείου Λόγου (διδακτική εξουσία). Παραλλήλως προς την εκ της χειροτονίας ευθέως πηγάζουσαν λειτουργικήν και διδακτικήν εξουσίαν, υφίσταται η ανάγκη και διοικητικής εξουσίας, δι ης κατευθύνεται ο βίος της Εκκλησίας (Χριστοφιλοπούλου ένθ’ ανωτέρω σελ. 134 και 135). Η χειροτονία τελείται υπό κληρικού φέροντος τον τρίτον της ιερωσύνης βαθμόν (επισκόπου) ενός μεν προκειμένου περί της χειροτονίας πρεσβυτέρου ή διακόνου (Αποστολ. Κανών β΄), τριών δε ή τουλάχιστον δύο, προκειμένου περί της χειροτονίας επισκόπου (Αποστολικός Κανών Α΄Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας σελίς 1, Κανόνες ΙΓ’ και ΜΘ΄της εν Καρθαγένη Συνόδου. Πηδάλιον σελ. 470 και 492). Εν προκειμένω ο μηνυτής δια της από 1-7-1974 μηνύσεώς του, εξ’ αφορμής της οποίας εκινήθη η εν αρχή , κατά των κατηγορουμένων αναφερομένη δίωξις, ισχυρίζεται ότι ούτοι, όντες παλαιοημερολογίται, προς αδίστακτον εκμετάλλευσιν της λαϊκής ευσεβείας και πλουτισμόν, εστερημένοι πάσης ιερωσύνης, προβάλλουν εαυτούς ως επισκόπους, εκτελούν δε άπαντα τα αρχιερατικά του επισκόπου καθήκοντα, ως να επρόκειτο περί πραγματικών αρχιερέων, νομίμως εγκύρως και κανονικώς χειροτονηθέντων και υπό της Πολιτείας αναγνωρισθέντων ως νομίμων Μητροπολιτών Πειραιώς. Ειδικώτερον ο εξ’ αυτών Νικόλαος Μεσιακάρης χειροτονηθείς δήθεν ως Μητροπολίτης Πειραιώς την 25-1-1973, υπό άλλων ψευδεπισκόπων, ανύπαρκτον εχόντων την ιερωσύνην ως προερχομένην εκ καθηρημένων κληρικών, ενεθρονίσθη εν επισήμω τελετή εν Πειραιεί, έκτοτε δε αντιποιούμενος την ιδιότητα του Μητροπολίτου Πειραιώς, ασκεί εν Πειραιεί και αλλαχού, άπαντα τα καθήκοντα αυτού, ήτοι ιερουργεί ως Μητροπολίτης Πειραιώς, χειροτονεί άλλους ψευδοκληρικούς, υπογράφεται ως Μητροπολίτης Πειραιώς κ.ο.κ. Ότι ο δεύτερος τούτων Γεώργιος ή Γερόντιος Μαργιόλης, ιδρύσας από ετών παράνομον γυναικείον μοναστήριον εν Μεγάλω Πεύκο Αττικής, εις ο όλως παρανόμως και αντικανονικώς προς σκανδαλισμόν των Χριστιανών, εκτελεί χρέη ηγουμένου, εχειροτονήθη υπό του αρχηγού των εν Ελλάδι Παλαιοημερολογιτών Ακακίου Παππά, της παρατάξεως του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, δήθεν ως επίσκοπος Σαλαμίνος, αντικαταστήσας εσχάτως τον τίτλον του εις Μητροπολίτην Πειραιώς. Και τέλος ότι προς εξαπάτησιν και προσηλυτισμόν των απλοϊκών ανθρώπων εμφανίζεται ως επίσκοπος και δη Μητροπολίτης Πειραιώς, εκτελών άπαντα τα αρχιερατικά του επισκόπου καθήκοντα και ειδικώτερον του Μητροπολίτου Πειραιώς ήτοι ιερουργεί ως Μητροπολίτης Πειραιώς, χειροτονεί και υπογράφεται ως Μητροπολίτης, του τίτλου τούτου αναγνωριζομένου υπό της Πολιτείας αποκλειστικώς και μόνον εις αυτόν (μηνυτήν) ως νόμιμον και κανονικόν Μητροπολίτην Πειραιώς. Οι κατηγορούμενοι ως εικός αρνούνται πάσαν ενοχήν υποστηρίζοντες ότι η εκλογή των ως Μητροπολιτών υπήρξεν νόμιμος η δε χειροτονία των έλαβε χώραν συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας και είναι έγκυρος και κανονική. Ίδομεν Υπό της εν Νικαία Βιθυνίας συνελθούσης εν έτει 325 Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, καθωρίσθη αμετακλήτως η τέλεσις εν τη Ανατολική Ορθοδόξω Εκκλησία, των τε κινητών και ακινήτων, θρησκευτικών εορτών, βάσει του γνωστού τότε, Ιουλιανού Ημερολογίου. Ειδικώτερον περί της εορτής του Πάσχα ωρίσθη όπως εορτάζηται καθ’ ημερομηνίαν, κυμαινομένην μεταξύ δύο σταθερών τοιούτων, ήτοι ούτε προ της εαρινής ισημερίας, ούσης κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον της 21ης Μαρτίου εκάστου έτους, ούτε και προ της πρώτης μετ’ αυτήν Πανσελήνου, αλλά την πρώτην μετά ταύτην Κυριακήν, πάντοτε δε υπό τον όρον του προεορτασμού του Ιουδαϊκού Πάσχα (ούτω και Ζ΄Αποστολικός Κανών καθ’ ον «ει τις Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος, την Αγίαν του Πάσχα ημέραν προ της εαρινής Ισημερίας μετά Ιουδαίων επιτελέσοι, καθαιρείσθω». Η πάροδος όμως των αιώνων, κατά τους ειδικούς περί την Αστρονομίαν, απέδειξε το εσφαλμένον του Ιουλιανού ημερολογίου, διότι η εαρινή δεν ήτο, κατ’ αυτό υπολογιζομένη, ακριβής, ως εκπίπτουσα εκ της 21ης Μαρτίου κατά 11΄λεπτά καθ’ έκαστον έτος, άτινα εις 128 έτη απετέλουν μίαν ολόκληρον ημέραν. Η αστρονομική αύτη απομάκρυνσις έσχεν ως αποτέλεσμα την μετακίνησιν της εορτής του Πάσχα εκ της βάσεως του Πασχαλίου Κανόνος της εν Νικαία Α΄Οικουμενικής Συνόδου,ως και των εκ ταύτης εξαρτωμένων υπολοίπων κινητών εορτών,μη εορταζομένην πλέον κατά την αστρονομικώς ωρισθείσαν ημέραν, αλλά κατ’ ανάλογον μετακίνησιν. Την αστρονομικήν ταύτην ανωμαλίαν, κατιδούσα η Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία, ήρεν εν έτει 1582, εισαγάγουσα το εκ του Πάπα της Ρώμης Γρηγορίου ΙΓ΄ονομασθέν Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, όπερ παραβαίνει και αγνοεί παντελώς τον Πασχάλιον Κανόνα της εν Νικαία Α΄Οικουμενικής Συνόδου. Ένεκα τούτου, και ανεξαρτήτως του ότι η δια του ως άνω ημερολογίου γενομένη αστρονομική διόρθωσις δεν εθεωρήθη τελεία και ακριβής εν πάσι, η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία αποκρούουσα την καινοτομίαν απέρριψε την μεταρρύθμησιν του Ιουλιανού Ημερολογίου. Ούτω η επί Ιερεμίου συνελθούσα εν Κων/πόλει Σύνοδος τω 1583, τη συμμετοχή των Πατριαρχών Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, Ιεροσολύμων Σωφρονίου και πολλών άλλων αρχιερέων απεκήρυξε και κατεδίκασε το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον ως παραβιάσαν τον περί της εορτής του Πάσχα κανόνα της Α΄εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, εκδόσασα Σιγγίλιον εν ω μεταξύ άλλων διαλαμβάνονται και τα εξής « Σιγγίλιον Πατριαρχικής διατυπώσεως εγγυκλίου τοις απανταχού Ορθοδόξοις Χριστιανοίς εις το μη παραδέχεσθαι το νεώτερον πασχάλιον ή Καλενδάριον του καινοτομηθέντος Ημερολογίου, αλλ’ εμμένειν ταις άπαξ και καλώς διατυπωθείσι παρά τοις Αγίοις (318) τριακοσίοις δέκα οκτώ Θεοφόροις Πατράσι της Αγίας Οικουμενικής πρώτης Συνόδου μετ’ επιτιμίου και αναθέματος (ίδητε Π. Παναγιωτάκου – Σ. Αλεξανδροπούλου Το Ελληνικόν Παλαιοημερολογιακόν Ζήτημα, Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, τόμος Στ. σελ. 29 και επ., Ι. Πετριτάκη Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογιακού Ζητήματος, σελ. 5 και οπ.). Εν Ελλάδι από του έτους 1918 εμελετάτο ήδη η ημερολογιακή αναπροσαρμογή, πλην ουδέν απεφασίσθη προ του έτους 1923, οπότε η Κυβέρνησις Στ. Γονατά, επιθυμήσασα να θέση τέρμα εις την ανωμαλίαν, ανέθηκεν ις επιτροπήν ( απαρτιζομένην εκ των Γ. Κοφινά, Δ. Αιγινήτου, Χρυς. Παπαδοπούλου, Π. Τσιτσεκλή και Α. Αλιβιζάτου), την μελέτην του ζητήματος. Υπήκουσα δε εις την εν τη από 16 Ιανουαρίου 1923 εκθέσει ταύτης περιληφθείσαν υπόδειξίν της, καθ’ ην «πρέπον εκρίθη να διατηρηθή προσωρινώς εν ισχύει το Ιουλιανόν Εορτολόγιον, καθ’ όσον δηλαδή αφορά τας θρησκευτικάς εορτάς και τα της Εκκλησίας εν γένει, μέχρις ου συννενουθώσι και συναινέσωσιν εις την μεταβολήν αυτού πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, παρακαλουμένου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως όπως αναλάβη την πρωτοβουλίαν της προς τούτο συννενοήσεως, εισηγήθη εις τον Βασιλέα Γεώργιον Β΄την υπογραφήν Διατάγματος, δι ου καθιερούτο ως πολιτικόν Ημερολόγιον το Γρηγοριανόν τοιούτον, ως εκκλησιαστικόν δε παρέμενε το Ιουλιανόν, βάσει του οποίου θα καθορίζοντο αι κατά τους κειμένους νόμους εορτάσιμοι και εξαιρετέαι ημέραι ως και η Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου. (Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, η διόρθωσις του Ιουλιανού Ημερολογίου, σελ. 14 επ.). μεθ’ ο εξεδόθη το από 18/1/25/1/1923 Β.Δ.,δι ου καθωρίσθη όπως, το μεν κράτος ακολουθεί το Νέον Ημερολόγιον η δε Εκκλησία το Ιουλιανόν. Δι αυτού η 16η Φεβρουαρίου 1923 εγένετο 1 Μαρτίου 1923. Την 10ην Μαρτίου εις τον θρόνον των Αθηνών ανήλθεν ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, όστις εισηγήθη εν τη συνελθούση εν Αθήναις την 18ην Απριλίου Σύνοδον της Ιεραρχίας «την ανάγκην ταυτίσεως του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το Πολιτικόν…. Η Σύνοδος εδέχθη τας απόψεις ταύτας υπό την προϋπόθεσιν της συννενοήσεως με των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Tην 23-12-1923 ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, υπέβαλε προς την Σύνοδον της Ιεραρχίας, συνελθούσαν προς επικύρωσιν του Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας, τας αποφάσεις του Διορθοδόξου Συνεδρίου της Κωνσταντινουπόλεως (1923) και έλαβε την γνώμην της πλειοψηφίας δια την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν, μειοψηφισάντων των Δημητριάδος Γερμανού, Πατρών Αντωνίου, Θήρας Αγαθαγγέλου και Χαλκίδος Γρηγορίου. Ούτω δια της υπ’ αριθμ. 430/1 Μαρτίου 1924 εγκυκλίου γνωστοποιείται εις τας Εκκλησιαστικάς και πολιτικάς αρχάς της Ελλάδος και του Εξωτερικού ότι η 10η του αυτού μηνός Μαρτίου, θα ελαμβάετο ως η 23η. Η αποδοχή του υπό της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Διοικήσεως της Ελληνικής Εκκλησίας εισαχθέντος διορθωμένου Ιουλιανού Εορτολογίου δεν υπήρξεν, ατυχώς, ομόθυμος υπό του Χριστεπωνύμου εν αυτή πληρώματος. Η κατά της εορτολογικής καινοτομίας αντίδρασις βαθμηδόν και κατ’ ολίγον ήρξατο αυξουμένη, ενισχυθείσα σοβαρώς υπό των εκ του Αγίου Όρους προς αποτροπήν αυτής εξορμησάντων Μοναχών και Ιερομονάχων. Ταυτοχρόνως ηκούοντο επίσημοι γνώμαι χαρακτηρίζουσαι την διόρθωσιν ως «ημερολογιακήν καινοτομίαν» (Ίδετε Π. Παναγιωτάκου – Σ. Αλεξανδροπούλου Το Ελληνικόν Παλαιοημερολογιακόν Ζήτημα, Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, τόμος ΣΤ. σελ. 34 παρ. ΙΥ και αυτόθι παραπομπάς).Eν έτει δε 1926 συνεκροτείτο νομίμως και η πρώτη αυτοκληθείσα «Ελληνική Θρησκευτική Κοινότης των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών», ήτις θρησκευομένη κατά το ορθόδοξον δόγμα, αλλ’ ακολουθούσα το Ιουλιανόν Εορτολόγιον, προέβη εις την ίδρυσιν Συλλόγων και Σωματείων ανά την Χώραν, ανήγειρεν ιδίους ευκτηρίους οίκους και κτητορικάς Ιεράς Μονάς δια την λατρείαν του Θείου κατά το Ιουλιανόν Εορτολόγιον. Πλήν το υπέρ του Ιουλιανού Εορτολογίου κίνημα εν Ελλάδι εκορυφώθη, λαβόν δυσάρεστον εθνικώς τροπήν, αφ’ ότου κατά Μάϊον 1935 Έλληνες εν ενεργεία και μη, Αρχιερείς δι εγγράφου διαμαρτυρίας προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος κατεδίκαζον την εισαγωγήν του διορθωμένου Ιουλιανού Εορτολογίου, επιμένοντες μάλιστα ότι επρόκειτο περί εισαγωγής αυτού τούτου του Γρηγοριανού Ημερολογίου, θεωρούντες περαιτέρω ότι δια της κανονικής ταύτης καινοτομίας παρεσύρθη η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος εις «διακοπήν» εκ του θριγγού των Θείων και Ιερών Κανόνων και των Ιερών Παραδόσεων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας,,. Εν συνεχεία δε «αποσχίζοντες εαυτούς εκ της Διοικούσης Εκκλησίας» εδήλουν ότι, «εν τω πλαισίω της Μιας Αγίας Εκκλησίας αποτελούντες την πατροπαράδοτον και ακαινοτόμητον Αυτοκέφαλον Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ελλάδος, την ανύστακτον φρουράν, την αγρύπνως φρυκτωρούσαν επί των αδαμαντίνων επάλξεων της μιας Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας» εχειροτόνουν αυθημερόν κατωτέρους κληρικούς εις επισκόπους και μετ’ αυτών συνεκρότουν την Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος, των ακολουθούντων το Πάτριον Εκκλησιαστικόν Εορτολόγιον. Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος εφήρμοσε κατά των άνω Αρχιερέων και των υπ’ αυτών χειροτονηθέντων εις Επισκόπους την εκκλησιαστικήν ποινικήν νομοθεσίαν, εισαγάγουσα αυτούς εις δίκην, βάσει της ισχυούσης εν Ελλάδι εκκλησιαστικής ποινικής δικονομίας, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, και κατηγορήσασα αυτούς επί φατρία, παρασυναγωγή, τυρεία, καταφρονήσει της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας της Ελλάδος και παροτρύνσει του κλήρου και του λαού προς αποκήρυξιν αυτής κ.λ.π. κατά τας διατάξειςτων θείων και Ιεών Κανόνων ΛΔ΄τυης ΣΤ Οικουμενικής Συνόδου, Ε΄της εν Αντιοχεία και ΙΔ και ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας κατεδίκασε πάντας εις την ποινήν της καθαιρέσεως μετά των επακολουθούντων εν τη ποινή ταύτη κανονικών συνεπειών. Οι καταδικασθέντες όμως, κατά τα ανωτέρω ερήμην Αρχιερείς, ως μη προσελθόντες ίνα δικασθώσιν επί τω προταχθέντι υπ’ αυτών κανονικώ λόγω, ότι αναρμοδίως εισήγοντο εις δικην ενώπιον Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου της Διοικούσης Εκκλησίας από της οποίας, κηρυχθείσης υπ’ αυτών σχισματικής, είχον προηγουμένως «αφ’ εαυτών αποκοπή» δι’ εκκλήτου ήχθησαν κατά τους κανόνας (ΛΣΤ΄ Καρθαγένης, ΣΤ΄της Β΄Κων/πόλεως, ΙΒ΄Αντιοχείας) ενώπιον της υπό τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Κων/πόλεως μείζονος Συνόδου, κατηγορούντες τους εισαγάγοντας εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία της Ελλάδος Αρχιερείς την Ημερολογιακήν μεταρρύθμησιν άνεϋ συμφώνου γνώμης ολοκλήρου της ανά τον κόσμον Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν ταυτώ δ’ αμφισβητούντες και την κανονικότητα της εισαγωγής αυτών εις δίκην και καταδίκην εις την ποινήν της καθαιρέσεως.Έκτοτε δε, μη εκδικασθείσης εισέτι της εκκλήτου ταύτης, μετά του ακολουθούντος αυτούς Ποιμνίου εξακολούθησαν εκκλησιάζοντες και εκκλησιαζόμενοι κατά το Ιουλιανόν Εορτολόγιον, ενεργούντες πάσης φύσεως ιερατικάς πράξεις, διδάσκοτες ότι δεν αποτελούν ιδιαιτέραν σχισματικήν Εκκλησίαν εν Ελλάδι, αλλ’ εν τω πλαισίω της Μιας Εκκλησίας αποτελούν την πατροπαράδοτον και ακαινοτόμητον Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος, ει και παρουσιάζονται κατά το φαινόμενον και την εξωτερικήν εκδήλωσιν της πίστεως, ως έχοντες ιδίαν λατρείαν, ιδίους ευκτηρίους οίκους και ιδίους λειτουργούς, τελούντες εν ακοινωνησία προς την καινοτομήσασαν Ιεραρχίαν της Ελλάδος και ασκούντες τα της λατρείας ελευθέρως, ει και διηρημένοι όντες από τινος εις δυο εκκλησίας, διευθυνομένας, εκατέρας τούτων, υπό ιδίας Συνόδου Παλαιοεορτολογιτών Αρχιερέων. Διότι από του έτους 1937 ο κατά την 26ην Μαϊου 1935 χειροτονηθείς εις επίσκοπον Βρεσθένης Αγιορείτης Ιερομόναχος Ματθαίος Λαυρεώτης, περιελθών εις έριδα μετά των λοιπών Αρχιερέων, ην και τύποις περιέγραψεν, ίδρυσε νέαν Θρησκευτικήν κοινωνίαν, ην ωνόμασεν ωσαύτως Εκκλησίαν των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος. Εν δ΄έτος βραδύτερον, θεωρήσας την υπ’ αυτόν Εκκλησίαν ως εν διωγμώ τελούσαν και επικαλεσθείς «απαρρησίαστον επισκόπων καιροίς χαλεποίς» προέβη εις χειροτονίαν ιερομονάχου εις επίσκοπον και ευθύς μετά τούτου εις Χειροτονίας ετέρων τριών ιερομονάχων εις Επισκόπους, μεθ’ ων συνεκρότησεν εν συνεχεία την Ιεράν Σύνοδον της Ματθαιϊκής λεγομένης παρατάξεως της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος. Η εν λόγω δευτέρα των Παλαιοημερολογιτών Εκκλησία υποστηρίζει την συγκρότησιν αυτής κατά τα εν τη Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων τηρηθέντα, μεριμνά δε να διακρίνη φανερώς την θέσιν αυτής εν τη Πολιτεία, από πάσης άλλης Παλαιοημερολογιακής τοιαύτης, υποδεικνύουσα τούτο κατά την εκτός των ιεροτελεστιών αμφίεσιν των των κληρικών και μοναχών εν αυτή. Αι υπό των Παλαιοημερολογιτών όμως υποστηριζόμεναι ως άνω απόψεις, περί του απολύτως κανονικού της ιερωσύνης αυτών ως και η ενισχυτική τούτων (απόψεων) γνώμην καθ’ ην, ο καθηρημένος ορθόδοξος Αρχιερεύς χειροτονών μετά την καθαίρεσιν δεν διαπράττει το αδίκημα της αντιποιήσεως της αρχής, η δε υπ’ αυτού γενομένη χειροτονία ουδόλως είναι άκυρος ή ανυπόστατος, αφού και μετά την καθαίρεσιν δεν εκπίπτει του ιερατικού αυτού αξιώματος, άπερ άπαξ τη επικλήσει του Αγίου Πνεύματος αποκτηθέν είναι αναφαίρετον και εσαεί ανεξάλειπτον, διότι η θεία χάρις παραμένει δυνάμει εν αυτώ, αιρομένης δε της καθαιρέσεώς του επανέρχεται εις τον οικείον ιερατικόν βαθμόν άνεϋ αναχειροτονήσεως, ήτις θα ήτο απαραίτητος εάν είχε στερηθή ταύτης (Πρόβλ. και ΒΑΛΣΑΜΩΝΑ εν τη ερμηνεία του 19ου της Σαρδικής (3.277) «ότι ουδένα προκριματισμόν υπέστησαν οι παρά τινων καθαιρεθέντων ή και αναθεματισθέντων κληρωθέντες» - Δ. Πετράκου «Περί του κύρους των χειροτονιών σελ. 21 και αυτόθι παραπομπάς, Ι. Παναγοπούλου «Περί του κύρους της χειροτονίας κληρικού παρά καθηρημένου παλαιοημερολογίτου επισκόπου γενομένης» Μ.Ο.Β.18 σελ. 900 και επ., και αυτόθι παραπομπάς) δεν εγένοντο αποδεκταί υπό της Νομολογίας των Δικαστηρίων άτινα δέχονται ότι κατά το έτος 1935 καθαιρεθέντες αρχιερείς μετέστησαν εις την τάξιν του Μοναχού, μηδεμίαν εξουσίαν έχοντες προς ενέργειαν των εις τους Επισκόπους επιτρεπομένων, εν οις και η χειροτονία ιερέως ή και Αρχιερέως, ήτις τυχόν γενομένη είναι άνεϋ εννόμου αξίας και δεν περιποιεί τω χειροτονηθέντι την ιδιότητα του κληρικού ή του επισκόπου (Α.Π. 39/1956 Ποιν. Χρον. ΣΤ.190, Α.Π. 178/1957 Ποιν. Χρον. Ζ΄372). Προς θεραπείαν της τοιαύτης «αδυναμίας» αι δυο θρησκευτικαί κοινωνίαι των Παλαιομερολογιτών προσέφυγον κεχωρισμένως εκάστη, εις την Υπερόριον Ρωσσικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ήτις εδέχθη το μεν δια χειροθεσίας, κατ’ οικονομίαν του Η΄Αποστολικού Κανόνος της Πρώτης Συνόδου «Περί των ονομαζόντων μεν εαυτούς καθαρούς ποτε, προσερχομένων δε τη καθολική και Αααποστολική Εκκλησία, έδοξε τη Αγία και μεγάλη Συνόδω, ώστε χειροθετουμένους αυτούς, μένειν ούτως εν τω κλήρω…» να καταστήση κανονικάς τας εκ του Ματθαίου προερχομένας χειροτονίας της «Ματθαιϊκής» Ιεραρχίας, δυνάμει της αρχής καθ’ ην μία άνομος πράξις επικυρώνεται ως Μυστήριον άνεϋ της ανάγκης της επαναλήψεως, η οποία (Ιεραρχία) δεν ανεγνωρίσθη υπό της άλλης παρατάξεως των Παλαιοημερολογιτών, το δε δια χειροτονίας να εξασφαλίση την διαδοχήν της Ιεραρχίας εις την παράταξιν των τελευταίων τούτων. Ούτω τον Δεκένβριον του 1960 επέτυχε να χειροτονηθή εν Αμερική υπό των Αρχιεπισκόπων Σικάγου Σεραφείμ και του Επισκόπου Θεοφίλου ο Αρχιμανδρίτης Ακάκιος Παππάς εις Επίσκοπον Ταλαντίου. Επανελθών εξ Αμερικής ο Επίσκοπος Ταλαντίου, ανέλαβε την ποιμαντορίαν της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. επικουρούμενος εκ μιας εξ’ Αρχιμανδριτών Επιτροπής. Τον Μάϊον 1962 ο ανωτέρω εν συνεργασία μετά της περί αυτόν Εκκλησιαστικής Επιτροπής προσεκάλεσεν εκ Νοτίου Αμερικής τον Αρχιεπίσκοπον Χιλής και Περού Λεόντιον, και εχειροτόνησαν εις την εν Παιανία Αττικής Ιεράν Μονήν του Αγίου Νικολάου τον Αρχιμανδρίτην Παρθένιον Σκουρλή εις επίσκοπον Κυκλάδων, τον Αρχιμανδρίτην Αυξέντιον Πάστραν εις επίσκοπον Γαρδικίου, και τον Αρχιμανδρίτην Χρυσόστομον Νασλίμην εις επίσκοπον Μαγνησίας (ίδετε εν σελίδι 37 και επομ. την σύντομον Ιστορικήν Περιγραφήν της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος, την εκδοθείσαν εν έτει 1973 υπό των Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων). Εν συνεχεία την 6ην Ιουνίου 1962 εν τη ως είρηται Ιερά Μονή οι επίσκοποι Ταλαντίου Ακάκιος, Κυκλάδων Παρθένιος και Γαρδικίου Αυξέντιος εχειροτόνησαν τον Αρχιμανδρίτην Γερόντον Μαργιόλην δεύτερον των κατηγορουμένων εις επίσκοπον Σαλαμίνος (ίδετε το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 5/6-6-1962 Πιστοποιητικόν Χειροτονίας της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος), όστις κατόπιν της υπ’ αριθμ. Πρωτ. 198/5-7-1971 Συνοδικής αποφάσεως της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος φέρει τον τίτλον του Μητροπολίτου των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Πειραιώς και Σαλαμίνος. Εκατέρωθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. Πρωτ. 16-11 της 15/18ης Σεπτεμβρίου 1971 αποφάσεως της Συνόδου των Επισκόπων της Υπερορίου Ρωσσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ενετάλησαν οι Αρχιερείς Γερμανίας Φιλόθεος και Αυστραλίας Κων/νος, όπως μεταβαίνοντες εις Βοστώνην χειροθετώσι τους επισκόπους Κορινθίας Κάλλιστον και Κιτίου Επιφάνιον. Όντως την μεν 17ην Σεπτεμβρίου 1971 εχειροθετήθη υπό των άνω Αρχιερέων ο Μητροπολίτης Κορινθίας Κάλλιστος εν τη Ιερά Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος εις Μπρούκλιν της Μασσαχουσέτης, την δε επομένην εις τον ως άνω Ναόν εχειροθετήθη ο Επίσκοπος Κιτίου Επιφάνιος. Επανελθόντες οι ανωτέρω εις την Ελλάδα, εχειροθέτησαν, τους υπόλοιπους Αρχιερείς της Ματθαιϊκής παρατάξεως και οι Αρχιερείς τον κλήρον (ίδετε το Περιοδικόν ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ Περίοδος Δ΄- Τόμος 17ος Μήν Νοέμβριος σελ. 6 και επόμενα). Ακολούθως την 26ην Ιανουαρίου 1973 και εν τω Ι. Ναώ Αγίου Νικολάου, της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κουβαρά Αττικής, οι επίσκοποι Αθηνών Ανδρέας, Θεσσαλονίκης Δημήτριος, Κορινθίας Κάλλιστος, Τρίκκης και Σταγών Βησσαρίων και Μεσσηνίας Γρηγόριος εχειροτόνησαν τον Αρχιμανδρίτην Νικόλαον Μεσσιακάρην – πρώτον των κατηγορουμένων – εις επίσκοπον Πειραιώς. Ερευνητέον μετά ταύτα τυγχάνει το θέμα περί της νομικής θέσεως εν τη Ελληνική Πολιτεία των ανηκόντων εις την Εκκλησίαν των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, κληρικών τε και λαϊκών, αδιακρίτως. Περί τούτου υπεστηρίχθησαν δύο γνώμαι Κατά την πρώτην τούτων, η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος δύναται μεν ένεκα της προς αυτήν απειθίας να επιβάλη εις τους Παλαιοημερολογίτας κληρικούς τας ποινάς του κανονικού δικαίου, όμως ούτε την τέλεσιν των εορτών κατά το παλαιόν ημερολόγιον δύναται να απαγορεύση ούτε να αξιώση την διάλυσιν των θρησκευτικών ενώσεων των παλαιοημερολογιτών, καθ’ όσον η θρησκευτική κοινωνία αυτών, αναγνωρισθείσα DE FACTO υπό της Πολιτείας, αλλά και DE JYRE δια της περιληφθείσης εν άρθρω 2 του Σχεδίου Συντάγματος του έτους 1948 της Επιτροπής επί του Συντάγματος της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ερμηνευτικής δηλώσεως, καθ’ ην εις την έννοιαν του όρου «ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως περιλαμβάνεται και το θρησκεύεσθαι κατά το παλαιόν ημερολόγιον» δηλώσεως ήτις περιελήφθη και εις τα πρακτικά της Συντακτικής Επιτροπής του ΞΗ΄Ψηφίσματος, ως και της ετέρας τοιαύτης του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Χ. Καραπιπέρη εις την Ε΄Αναθεωριτικήν Βουλήν κατά την συζήτησιν του άρθρου 13 του εν ισχύει Συντάγματος καθ’ ην …οι ούτω αυτοαποκαλούμενοι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Παλαιοημερολογίται) δύνανται να τελούν ακωλύτως τα λατρευτικά των καθήκοντα» (επίσημα πρακτικά, Συνεδρίασις ΟΣΤ. Σελ. 2140), απολαύει πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας και εκδηλώσεως λατρείας των οπαδών της, υπό τους περιορισμούς πάντοτε τουΣυντάγματος και των νόμων (Πρόβλεπε, Γνωμοδότησιν Γιδοπούλου – Βαμβέτσου – Ανδρούτσου, εν δικαιοσύνη 1933 σελ. 32). Εν τη εννοία δε της πλήρους θρησκευτικήε ελευθερίας, ήτις είναι συνταγματικώς κατωωχυρομένη δια του άρθρου 13 παρ. 1 και 2 του εν ισχύει Συντάγματος, περιλαμβάνονται τα δικαιώματα α) της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και λατρείας, ως συναρτήματος των αναγνωρισμένων β) της ελευθερίας πίστεως, ήτοι της εσωτερικής διαμορφώσεως των σχέσεων του ατόμου προς το θείον, γ) της ελευθερίας της εκδηλώσεως και εκφράσεως των θρησκευτικών δοξασιών, δ) της Ελευθερίας της λατρείας, ήτοι της εκδηλώσεως της προς το θείον αφομοιώσεως, ε) της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι δια θρησκευτικούς σκοπούς και στ) της ελευθερίας ανεγέρσεως Ναών και ευκτηρίων οίκων, ως συνέπειαια του δικαιώματος του συνέρχεσθαι δια θρησκευτικούς σκοπούς και του δικαιώματος της ελευθέρας τελέσεως λατρείας, καθ’ όσον αύτη δεν αντίκειται εις τα χρηστά ήθη και την δημόσιαν τάξιν και δεν ασκείται προσηλυτισμός (πρβλ. Πλημ. Ηρακλείου 115/1967 Ποιν. Χρον.12 σελ. 243 και την υπ’ αυτήν πρότασιν του εισαγγελέως Πρωτοδικών Θ. Μπαντούνα και αυτόθι παραπομπάς, Γνωμοδότησις Ιωάν. Σόντη Ν.Β. 13 σελ. 996). Όλως αντίθετος η ετέρα γνώμη. Κατ’ αυτήν οι Παλαιοημερολογίται, άτε μη όντες αιρετικοί, μηδέ σχισματικοί κηρυχθέντες, εξακολουθούσιν υπαγόμενοι εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος, τούτων δε ένεκα υπόκεινται κατά πάντα εις τους νόμους και κανόνας τους διέποντας την Εκκλησίαν ταύτην και τα κελεύσματα αυτής. Κατά την γνώμην ταύτην, η Επίσημος Εκκλησία δικαιούται ν’ απαγορεύση εις τους Παλαιοημερολογίτας την τέλεσιν εορτών κατ’ άλλας ημέρας, πλην των υπό της επισήμου Εκκλησίας οριζομένων 9ίδετε γνωμοδότησιν Γ. Ράμμου – Χρ. Σγουρίτσα – Κ. Τσάτσου εν θέμιδι ΞΒ 1951 σελ. 4). Ορθωτέραν θεωρούμεν την πρώτην γνώμην. Κατά ταύτα εφ’ όσον επιτρέπεται η ίδρυσις νέας θρησκευτικής Κοινωνίας, κατά λογικήν ακολουθίαν πρέπει αύτη να έχη και ιερείς και επισκόπους δια την τέλεσιν των της λατρείας των. Οι κληρικοί ούτοι είτε προερχόμενοι εκ της επισήμου Εκκλησίας, είτε εξ’ άλλης ορθοδόξου Εκλησίας, γίνονται ιερουργοί της νέας θρησκευτικής Κοινωνίας προς ην ενσωματούνται πνευματικώς, ασκούντες δε τα ιερατικά των καθήκοντα δεν αποποιούνται τα έργα του λειτουργού της Ανατολικής Οροδόξου του Χριστού Εκκλησίας (πρβλ. και Π. ΣΜΑΊΛΗ «ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΩΝ ΓΑΜΩΝ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥΤΩΝ» σελ. 59). -Ως εκ τούτου τόσον η Χειροτονία εν Αμερική του Ακακίου Παππά, όσον και αι επακολουθήσασαι τοιαύται των Σκουρλή, Πάστρα και Νασλίμη, εις ας συμμετέσχε και ο Αρχιεπίσκοπος Χιλής και Περού Λεόντιος, δεν δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ως παρ’ ενορίαν γενόμεναι, διότι ο τελευταίος ούτος επίσκοπος Λεόντιος προσεκλήθη υπό του Αρχιερέως του τόπου της χειροτονίας (Κανών ΛΕ΄των Αγίων Αποστόλων). Κατ’ ακολουθίαν, όθεν των ανωτέρω εκτεθέντων, δεν προέκυψαν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής προς επιστήριξιν δημοσίας επ’ ακροατηρίω κατηγορίας κατά των κατηγορουμένων, επί τη αποδιδομένη αυτοίς ως άνω πράξει, οίτινες εν πάσει περοπτώσει και εάν έτι ήθελε γίνει δεκτόν ότι, δεν εχειροτονήθησαν κανονικώς και ένεκα τούτου άνεϋ δικαιώματος επεχείρουν τάς όσας δια της μηνύσεως τοις αποδίδονται εκκλησιαστικάς πράξεις, εν όψει και των ως άνω διδασκομένων, ευλόγως και συγγνωστώς επίστευον ότι κατέστησαν επίσκοποι και εδικαιούντο να φέρουν την στολήν του επισκόπου και να επιχειρούν πάντα τα Αρχιερατικά του επισκόπου καθήκοντα και δέον όπως συνωδά τοις άρθροις 309 παρ. 1α και 310 παρ. Κ.Π.Δ.., μη γίνη κατ’ αυτών κατηγορία.- Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα και τέλη της παρούσης δεν συντρέχει περίπτωσις επιβολής αυτών εις βάρος τινός. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ. Μεθ’ ο ο Εισαγγελεύς προέτεινε τα εν αυτή. Εν Πειραιεί τη 31η Οκτωβρίου 1975. Ο Αντεισαγγελεύς Αργύριος Τσίχλας. Ακούσαν αυτού και προφορικώς και αποχωρήσαντος. Ιδών την Δικογραφίαν Σκεφθέν κατά τον Νόμον 1. Επειδή, κατά των κατηγορουμένων α) Ευθυμίου ή Νικολάου Μεσσιακάρη, Επισκόπου Παλαιοημερολογιτών και β) Γεωργίου-Γεροντίου Μαριόλη, Μητροπολίτου Παλαιοημερολογιτών ησκήθη ποινική δίωξις και απηγγέλθη κατηγορία επί αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας (αρθρ.. 175 παρ. 1 και 2 Π.Κ.). 2. Επειδή, εις την παράβασιν της διατάξεως του άρθρου 175 του Π.Κ. υποκύπτει ο επιχειρών πράξεις, αίτινες μόνον εις νόμιμον φορέα ιερωσύνης είναι επιτετραμέναι. Αντιποιείται, όθεν, άσκησιν υπηρεσίας αρχιερέως της Αν. Ορθοδόξου Εκκλησίας ο ενεργών ιεροπραξίας (βαπτίσεις, γάμους κ.λ.π.), χωρίς να έχη χειροτονηθή εκκλησιαστικός λειτουργός κατά τους κανόνας της Εκκλησίας ή υπό καθηρημένου τελεσεδίκως επισκόπου (Α.Π. 39/1956, 178/1957, 140/1964). – Εν προκειμένω, εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως και της επακολουθησάσης και νομίμως περατωθείσης κυρίας ανακρίσεως προέκυψεν ότι αμφότεοι οι κατηγορούμενοι εχειροτονήθησαν επίσκοποι κατά τους κανόνας της Εκκλησίας και ουχί υφ’ άλλων ψευδεπισκόπων, ως χειροτονηθέντων υπό των καθαιρεθέντων τελεσεδίκως Μητροπολιτών, καθ’ α ο μηνυτής δια των από 1-7-1974 δύο μηνύσεών του κυρίως διατείνεται. Όθεν, οι κατηγορούμενοι εγκύρως ιερουργώσιν, κατά τα εν τη Ευαγγελική προτάσει ειδικώτερον διαλαμβανόμενα. Κατ’ ακολουθίαν, μη υπαρχουσών εν προκειμένω αποχρωσών ενδείξεων προς παραπομπήν τωνκατηγορουμένων εις το ακροατήριον επί τη δι ην ούτοι κατηγορούνται ως άνω αξιοποίνω πράξει της αντιποιήσεως ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, δέον όπως μη γίνη κατ’ αυτών κατηγορία επί τη πράξει ταύτη (άρθρ. 309 παρ. 1α, 310 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) δεκτής ούτω κατά τούτο, αλλά και κατά τα σκέλη αυτής, περί της μη επιβολής των εξόδων και τελών εις τον μηνυτήν, ως μη συντρεχούσης νομίμου περιπτώσεως (άρθρ.585 Κ.Π.Δ., ως ισχύει νυν) και περί συνενώσεως των προκειμένων δύο δικογραφιών (υπ’ αριθμ. Β.Μ. 8140 και 8140α/1974), λόγω της προφανούς μεταξύ τούτων συναφείας (άρθρ. 128, 129 Κ.Π.Δ.) καθισταμένης της εισαγγελικής προτάσεως. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Ιδόν και τα άρθρα 309 παράγρ. 1α και 310 παράγρ. 1 Κ.Π.Δ. Δεχόμενον την Εισαγγελικήν πρότασιν Α) Διατάσσει την συνένωσιν και συνεκδίκασιν των δικογραφιών εφ’ ων αι υπ’ αριθμ. 19 και 20/1975 παραγγελίαι του ενταύθα εισαγγελέως. Β) Αποφαίνεται να μη γίμη κατηγορία κατά των 1) Ευθυμίου ή Νικολάου Μεσσιακάρη και 2) Γεωργίου - -Γεροντίου Μαριόλη, επί αντιποιήσει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, πράξει φερομένη ως υπ’ αυτών πραχθείση εν Πειραιεί και αλλαχού κατά το από του έτους 1973 μέχρι και του μηνός Αυγούστου 1975 περλαμβανόμενον χρονικόν διάστημα. Και Γ) Να μην επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και τέλη του παρόντος εις βάρος του μηνυτού. Απεφασίσθη και εγένετο εν Πειραιεί τη 17η Δεκεμβρίου 1975 και εξεδόθη τη 21η Ιανουαρίου 1976. Ο Πρόεδρος Η Δικ. Γραμματεύς Εθεωρήθη Ο Εισηγητής Β΄ ΤΟ 46/91 ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΔΡΑΜΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 46/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΔΡΑΜΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΥΤΟΥ: Γεώργιος Γιαννούλης Πρόεδρος, Δημήτριος Βόσκας, Ευστράτιος Μανάβης, Πλημμελειοδίκες. ΙΣΤΟΡΙΚΟ: το Συμβούλιο συνεδρίασε στο γραφείο του προέδρου, την 17.1.1991, παρουσία και του Εισαγγελέα Ζαχαρία Μουράτη και της Γραμματέας Φωτεινής Καραγιάννη για να αποφασίσει σε ποινική υπόθεση για την οποία ο Εισαγγελέας έχει υποβάλλει την με αριθμό 106/1990 πρότασή του που έχει ως εξής. Εισάγω ενώπιόν σας, σύμφωνα με το άρθρο 245 παρ. 1 ΚΠΔ, την σχηματησθείσα προανακριτική δικογραφία κατά των 1)Κων/νου ή Καλλιοπίου Παναγιώτου Γιαννακουλόπουλου, Επισκόπου Παλαιοημερολογιτών, κατοίκου Πιραιώς και 2) Ιωάννη ή Αμβροσίου Αγαπ. Νικηφορίδη, ιερέως των Παλαιοημερολογιτών, κατοίκου Δράμας, που κατηγορούνται για παράβαση του άρθρου 176 σε συνδυασμό με το άρθρο 175§ 2 ΠΚ, κατόπιν αυτεπάγγελτης διώξεως, και εκτίθενται τα εξής. Ι) Στους κατηγορουμένους αποδίδεται ότι στη Δράμα στις 22-5-1989 δημόσια και χωρίς δικαίωμα, φορούσαν στολή ή άλλο διακριτικό σημείο θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού ή παράσιμο ή τίτλο που δεν δικαιούνταν να φέρουν νόμιμα, ήτοι ότι κατελήφθησαν από αστυνομικά όργανα σε χώρο κοντά στο Διοικητήριο δράμας κατά την διάρκεια διαμαρτυρίας των Παλαιοημερολογιτών της πόλεως για την απαγόρευση ανεγέρσεως ιερού Ναού τους, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος, Καλλιόπιος Γιαννακουλόπουλος, αποκαλούμενος Μητροπολίτης των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ΓΟΧ) Πενταπόλεως να φέρει κανονικήν περιβολήν προσιδιάζουσα στον Ελληνικό Ορθόδοξο Κλήρο, καθώς και διακριτικά σημεία, ήτοι αχιερατικό εγκόλπιο και Ποιμαντορικήν ράβδο, ως να επρόκειτο για πραγματικό αρχιερέα, χειροτονηθέντα νόμιμα, έγκυρα και κανονικά αναγνωρισθέντα δε από την Πολιτεία ως νόμιμο Μητροπολίτη, ο δε δεύτερος, Αμβρόσιος (κατά κόσμον Ιωάννης) Νικηφορίδης, αποκαλούμεος Πρεσβύτερος των ΓΟΧ στη δράμα, να φέρει στολήν Κληρκού αρμόζουσα στους θρησκευτικούς λειτουργούς της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, αν και οι δύο ανωτέρω δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα να φέρουν τα παραπάνω, καθ’ όσον έχουν ανύπαρκτη την ιερωσύνη, ως χειροτονηθέντες από καθηρημένους κληρικούς. ΙΙ) Κατά το άρθρο 176 του ΠΚ όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο Δημοσίου, Δημοτικού, Κοινοτικού ή Θρησκευτικού Λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παράγραφος 2 του άρθρου 175, δηλαδή, της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ή παράσημο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξη μηνών ή χρηματική ποινή. Με την διάταξη αυτή προστατεύονται οι στολές και τα άλλα διακριτικά σημεία υπαλλήλων, καθώς και τα παράσημα και οι τίτλοι από παράνομη χρήση (βλ. Γάφου, Προσβολαί κατά της Πολιτειακής εξουσίας, Ποιν. Χρονικά Ζ΄σελ. 74). Θρησκευτικός λειτουργός κατά την έννοια του άρθρου 176 ΠΚ είναι εκείνος που φέρει ένα εκ των τριών βαθμών της ιερωσύνης, δηλαδή Επισκόπου, Πρεσβυτέρου και διακόνου (Πλημ. Θεσ/νίκης 9128/1969 – Ποιν. Χρον. Κ: σελ. 202, Πλημ. Αθ. 3881/1972 Ποιν. Χρονικά ΚΓ: σελ. 67), οι οποίοι αποκτώνται με την χειροτονία, που είναι η μυστηρακή εκείνη τελετή κατά την οποία με ευχή και επίθεση των χειρών του Επισκόπου κατέρχεται η Θεία Χάρις, προχειριζομένη τον υποψήφιο σ’ ένα από τους παραπάνω ιερατικούς βαθμούς (Ανδρούτσου, ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ, σελ. 328 επομ. Χριστοφιλόπουλου Ελλην. Εκκλης. Δικ. Έκδ. β΄σελ. 131) και έτσι τον καθιστά μέτοχον της Εκκλησιαστικής εξουσίας και του δικαιώματος της μεταδόσεως της Θείας Χάριτος με την τέλεση των νενομισμένων Μυστηρίων και Ιεροπραξιών (ΑΠ 101/1951 Ποιν. Χρον. Α΄- σελ. 228, ΑΠ 380/1955 Ποιν. Χρον. ΣΤ΄σελ. 92, Πλημ. Ηρακλείου 115/1967 Ποιν. Χρον. ΙΖ΄σελ. 242). Η χειροτονία Πρεσβυτέρου ή Διακόνου τελείται από ένα επίσκοπο, (Αποστολικός Κανών Β΄που επαναλήφθηκε με τον ΙΓ΄Κανόνα της εν Αγκύρα συνελθούσης Ιεράς Συνόδου και του της εν Αντιοχεία τοιαύτης. «Πρεσβύτερος υπό ενός Επισκόπου χειροτονείσθω, και οι διάκονοι και οι λοιποί»), ενώ του επισκόπου από τρεις ή τουλάχιστον δύο επισκόπους (Αποστολικός Κανών Α΄- Καν. ΙΓ΄της εν Καρθαγένη Συνόδου, Χριστοφιλοπούλου οπ. παρ. σελ. 140 σημ. 3). Και στολή μεν θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η καθιερωμένη περιβολή ή αμφίεση, όπως αυτή ορίστηκε με το ΠΔ της 21/22 Ιανουαρίου 1931, ενώ διακριτικά σημεία, καθορισθέντα με το ΒΔ της 15 Ιουνίου / 10 Ιουλίου 1856, είναι εκείνα που προσδιορίζουν τον βαθμό ή την ιδιότητα του φέροντος την στολή. Τέτοια είναι το αρχιερατικό εγκόλπιο και η Ποιμαντρική ράβδος (βλ. Μπουροπούλου Ερμην. Ποιν. Κώδ. τόμ. Α΄σελ. 120, Τούση – Γεωργίου Ποιν. Κώδ. τόμ. Α΄σελ. 480 σημ. 3, Χριστοφιλοπούλου. Ο νέος ΠΚ. Κα το εκκλης. Δίκαιο. Θεμ. ΞΓ΄- - σελ. 305, Πλημ. Καβ. 412/1966 Ποιν. Χρον. ΙΣΤ΄σελ. 625). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η στολή και τα διακριτικά σημεία είναι επιτετραμένα μόνο στο νόμιμο φορέα της Ιερωσύνης, δηλαδή τον χειροτονηθέντα σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας (ΑΠ 101/1951 οπ. παρ., ΑΠ 140/1964 Ποιν. Χρον. ΙΔ΄σελ. 369). Για να κριθή όμως η νομιμότητα του δικαιώματος του θρησκευτικού Λειτουργού να φέρη την στολή και τα διακριτικά σημεία, πρέπει να ερευνηθεί το νόμιμο του κατεχόμενου από αυτόν βαθμού και το κύρος της χειροτονίας του με την οποία απέκτησε τούτον. Διότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 176 ΠΚ μπορεί να είναι και ο θρησκευτικός λειτουργός που καθαιρέθηκε τελεσίδικα (ΑΠ 225/1934, 359//1934, 148/1940, 524/1940 στο σχολιασμένο ΠΚ Βαβαρέτου έκδ. 1974 σελ. 595, ΑΠ 486/1966 Ποιν. Χρον. ΙΖ΄σελ. 144, Α.Π 323/1974 Ποιν. Χρον. ΚΔ΄σελ. 611, ΑΠ Ολομ. 378/1980 Ποιν. Χρον. Λ΄σελ. 568) ή που χειροτονήθηκε από καθηρημένο επίσκοπο, ο οποίος στερείται της εξουσίας προς τέλεση του Μυστηρίου της Ιερωσύνης (ΑΠ 39/1956 Ποιν. Χρον. ΣΤ΄σελ. 190, ΑΠ 290/1956 Ποιν. Χρον. Σελ. 27, ΑΠ 178/1957 Ποιν. Χρον. Ζ΄σελ. 372) ή χειροτονήθηκε από άτομο που ουδέποτε απέκτησε το αξίωμα του επισκόπου (ΑΠ 101/1951 οπ. παρ.). Εξάλλου, για την υποκειμενική θεμελίωση του ιδίου πιο πάνω εγκλήματος απαιτείται δόλος που ενέχει την γνώση του δράστη ότι δεν έχει δικαίωμα να φέρει στολή ή τι διακριτικό σημείο (Μπουροπούλου οπ. παρ. σελ. 122 Καρανίκα Εγχ. Ποιν. Δικ. Ειδ. Μέρος τομ. Β΄σελ. 178, ΑΠ 326/1953 Ποιν. Χρον. Γ΄σελ. 508). Γίνεται λοιπόν δεκτό από τους συγγραφείς και την Νομολογία των Δικαστηρίων μας ότι με την διάταξη του άρθρου 60§1ΚΠΔ παρέχεται στο Ποινικό Δικαστήριο (άρα και στο Δικαστικό Συμβούλιο) η εξουσία να κρίνει παρεμπιπτόντως για τα ενώπιόν του αναφυόμενα ζητήματα οποιασδήποτε φύσεως (όχι μόνο αστικής) και δη και εκκλησιαστικής (Π. Καίσαρη Κωδ. Ποιν. Δικον. Τόμ. Α΄σελ. 732, Γ. Βαβαρέτου ΚΠΔ έκδ. Ε, 1972 σελ. 221, Ζησιάδη Ποιν. Δικον. Έκδ. Γ΄1976 σελ. 409-410, ΑΠ. 178/1957 οπ. παρ., ΑΠ 454/1966 Ποιν. Χρον. ΙΖ΄σελ. 101, Συμβ. Εφ. Πειρ. 206/1986 Ελλ. Δικ. 27, 1245). ΙΙΙ) Η άσκηση της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, αποβλέπουσα στην διασφάλιση της Εκκλησιαστικής πειθαρχίας (άρθρο 1 Ν. 5383/1932) που ανάγεται στον πνευματικό και θρησκευτικό τομέα δράσης της Εκκλησίας, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα αυτής, διότι συνδέεται με την εσωτερική της τάξη, και γίνεται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (άρθρο 44§1Ν. 590/1977), που δεν είναι δικαστήρια της πολιτείας, οι δε αποφάσερις των δεν είναι αποφάσεις πολιρτειακών δικαστηρίων ούτε εκτελεστές Διοικητικές πράξεις (Σ.τ.Ε. Ολομ. 2880/1972 ΝοΒ-21. 109, Σ.τ.Ε. 36/1975 ΝοΒ 25.809, Συμ. Εφ. Πειρ. 206/1986 οπ. παρ.). Τα Δικαστήρια αυτά, προβλεπόμενα από τον Ν. 5383/1932, που κατά μίαν άποψη είναι αντισυνταγματικός (βλ. Ι. Παναγοπούλου ΝοΒ 20.281), επιβάλλουν εκκλησιαστικές ποινές έχουσες καθαρώς πνευματικό χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων η καθαίρεση (βλ. Χριστοφιλοπούλου Εκκλ. Δικ. Τεύχος Γ΄, 1962§53 σελ. 264, Γνωμ. Εις. Πρωτ. Αθ. 7/1971 ΝοΒ 20.563) και η αργία, οι οποίες επιβάλλονται και στους Αρχιερείς από το Πρωτοβάθμιον και Δευτεροβάθμιον γι αυτούς Δικαστήρια (άρθρα 1 στοιχ. Γ΄-20, 23 στοιχ. Β΄και δ§ 24 Ν. 5383/1932). Με την καθαίρεση αποβάλλεται η ιδιότητα του Κληρικού και ο καταδικασμένος επανέρχεται στην τάξη των μελών της Εκκλησίας, στην οποία ανήκε πριν την χειροτονία του, με περαιτέρω συνέπεια την απώλεια κάθε εξουσίας που πηγάζει από αυτήν την ιδιότητα. Αν ωστόσο ο καθηρημένος ασκήσει μία από τις αρμοδιότητεςς που είχε προηγουμένως, η σχετική πράξη είναι ανίσχυρη (βλ. Σπ. Τρωϊάννου, Παραδόσεις Εκκλ. Δικαίου, έκδ. Β΄, 1984, σελ. 421, Κ. Βαβούσκου Εγχ. Εκκλ. Δικ. Έκδ. Γ΄1978 σελ. 339, ΑΠ 1/1947, ΕΕΝ ΙΔ΄σελ. 169, ΑΠ 27/1947, ΕΕΝ ΙΕ΄σελ. 142), και ο ίδιος φέροντας αμφίεση κληρικού, διαπράττει όπως λέχθηκε ανωτέρω, το έγκλημα του άρθρου 176 ΠΚ. (βλ. και άρθρο 54 Ν. 590/1977). Με την αργία δεν στερείται ο κληρικός την ιδιότητά του, ούτε τις εξουσίες που απορρέουν απ’ αυτήν, αλλά και του απαγορεύεται η άσκησή τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Εάν δε κατ’ αυτό ασκήσει ιερατική εξουσία, οι πράξεις του είναι έγκυρες, αλλ’ η συμπεριφορά του συνεπάγεται την επιβολή νέας ποινής (Τρωϊάνος οπ. παρ. σελ. 422). Όμως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126, 127, 129, 134, 135 και 147 του Ν. 5383/1982 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων» με σαφήνεια προκύπτει ότι ο Αρχιερέας που καταδικάσθηκε ερήμην στις παραπάνω ποινές, δικαιούται να ασκήσει κατά των αποφάσεων που τις επέβαλαν ανακοπή και έφεση εντός 10 ημερών από την προς αυτόν κοινοποίηση των αποφάσεων. Τόσο τα ένδικα μέσα όσο και η προθεσμία τους αναστέλλουν την εκτέλαση των αποφάσεων, πλην των επιβαλλουσών την ποινή της αργίας. Τέλος κατά το άρθρο 151 του ιδίου Νόμου, οι εκτελεστές μόλις καταστούν τελεσίδικες, δηλαδή όταν κατ’ αυτών δεν χωρεί ανακοπή ή έφεση. Επομένως, η επέλευση των εκτεθεισών εννόμων συνεπειών της ποινής καθαιρέσεως αρχίζει μόνο με την τελεσίδικη επιβολή της (Σ. Τρωϊάνος οπ. παρ. σελ. 168, ΑΠ 486/1966 οπ., ΑΠ 856/1973, 869/1973 Ποιν. Χρον. ΚΔ΄σελίδες 97, 99). Τούτο σημαίνει ότι ο φέρων στολήν κληρικού και προβαίνων σε ιεροπραξίες μετά την περί καθαιρέσεως απόφαση, εφ’ όσον ήσκησε κατ’ αυτής έφεση που δεν εκδικάσθηκε εισέτι δεν τελεί το έγκλημα του άρθρου 176 ΠΚ, διότι η αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως που επέρχεται με την άσκηση της εφέσεως, νόμιμη συνέπεια έχει ότι ο καταδικασθείς κληρικός διατηρεί τον βαθμόν του στην ιερατική τάξη και μπορεί ακολύτως να ασκήσει τα καθήκοντά του (ΑΠ 9/1934 Θέμ. ΜΕ΄σελ. 342). Το ίδιο ισχύει και για τον κληρικό που χειροτονήθηκε από καθηρημένο Μητροπολίτη πριν καταστεί τελεσίδικη η περί καθαιρέσεως απόφαση (ΑΠ 290/1956 οπ. παρ..), καθώς σε κάθε περίπτωση κληρικού που δεν του κοινοποιήθηκε η ανωτέρω απόφαση, ώστε ν’ αρχίσει τρέχουσα η προθεσμία των ενδίκων μέσων, διότι και στην τελευταία περίπτωση η πιο πάνω απόφαση στερείται τελεσιδικίας. Για την εκτέλεση όμως,αοφάσεων κατ’ Αρχιερέων, δεν αρκεί η τελεσιδικία, αλλ’ απαιτείται και η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος ανεξάρτητα από το είδος της επιβληθείσης ποινής (άρθρο 152 Ν. 5383/1932). Ειδική μορφή ενδίκου μέσου αποτελεί το έκκλητο στον Οικουμενικό Πατριάρχη, στρεφόμενο κατά των τελεσιδίκων αποφάσεων των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων που επιβάλλουν τις ανωτέρω ποινές. Τούτο ασκείται εντός 30 ημερών από την επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως, η δε προθεσμία και η άσκησή του δεν αναστέλλουν την εκτέλεση αυτής (άρθρο 44 § 2 Ν. 590/1977). Εξ’ άλλου, στην Εκκλησιαστική Δικονομία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη για ακυρωτική αρμοδιότητα των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων (Σπ. Τρωϊάνος οπ. παρ. σελ. 168). Επομένως, αποφάσεις εκδιδόμενες με τέτοιο αντικείμενο είναι ανύπαρκτες και ανίσχυρες, μη δυνάμενες να παράγουν έννομα αποτελέσματα (π.χ. το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο από καμμιά διάταξη νόμου δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει άκυρη την σε επίσκοπο χειροτονία). ΙV) Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΓΟΧ ή Παλαιοημερολογίτες) αποκαλούνται τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος που αποσπάσθηκαν από αυτήν διοικητικά μετά την επέκταση του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου του 1924 και στις εκκλησιαστικές σχέσεις για τον υπολογισμό των ακινήτων εορτών (βλ. σχετ. Μητρ. Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαϊδη, Ιστορική και κανονική θεώρηση του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος 1982, Σπ. Τρωϊάνου οπ. παρ. σελ. 155, ιδίου Γνωμ. Στον Αρμ. 1985 σελ. 453, Γνωμ. Χ. Παπαστάθη Αρμ. 1985 σελ. 459, Μον. Πρωτ. Αθ. 2157/1984 Αρμ. 1985 σελ. 464). Οι ανωτέρω (ΓΟΧ), αποτελούντες απλή παρασυναγωγή (βλ. Ι. Παναγοπούλου, Περί του κύρους της χειροτονίας κληρικού παρά καθηρημένου Παλαιοημερολογίτου Επισκόπου γενομένης, ΝοΒ 18.900 επόμ. Κανών ΑΠ. Βασιλείου εν Συν. Δ 89, Γνωμ. Εισ. ΑΠ 8/1989 Ελλ. Δοκ. 30. 1396), σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε για την νομική τους θέση στην Ελληνική Πολιτεία, δεν είναι ετερόδοξοι ή αιρετικοί ή σχισματικοί, αλλ’ εξακολουθούν ν’ ανήκουν στο πλήρωμα της Αυτοκεφάλου Ανατολικής Εκκλησίας, υπαγόμενοι στην δικαιοδοσία της υπέρτατης Εκκλησιαστικής Αρχής που διοικεί την Εκκλησία και υποκείμενοι στις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτου αυτής, δηλ. τον Ν. 590/1977, ο οποίος όμως δεν έχει την ηυξημένη τυπικήν ισχύν (Σ.τ.Ε. 1956/1986 Ελλην. Δικ. 27.1032), καθώς και στην πειθαρχική εξουσία της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής (γνωμ. Ράμμου – Σγουρίτσα – Τσάτσου Θεμ. ΞΒ΄σελ. 4 επόμ., ΑΠ 486/1966 οπ. παρ., Συμ. Εφ. Πειρ. 206/1986 οπ. παρ.). Με το από 18/25 Ιανουαρίου 1923 Β. Δ/μα καθωρίσθηκε ότι το μεν κράτος αακολουθεί το Νέο ημερολόγιο, η δε Εκκλησία το Ιουλιανόν. Έκτοτε το Διάταγμα αυτό ουδέποτε τροποποιήθηκε ή καταργήθηκε. Δι αυτού η 16η Φεβρουαρίου 1923 εγένετο 1 Μαρτίου 1923. Με την υπ’ αριθμ. 430/1-3-1924 εγκύκλιό της η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Εξωτερικού ότι και αυτή ακολουθεί το Νέον Ημερολόγιο, με βάση το οποίο η 10η Μαρτίου θα ελαμβάνετο ως η 23η, παρόλο που δεν υπήρχε προηγούμενη συννενόηση με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η στάση αυτή της Εκκλησίας πρόκαλεσε την αντίδραση κυρίως μοναχών και ιερομονάχων του Αγίου Όρους, οι οποίοι πλαισιούμενοι από τους πιστούς και ευσεβείς Ορθοδόξους συγκρότησαν το έτος 1926 την πρώτη αυτοκληθείσα (Ελληνική Θρησκευτική Κοινότητα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών), ενώ στην συνέχεια, τον Μάϊο του έτους 1935 η παραπάνω αντίδραση κορυφώθηκε, διότι ορισμένοι Αρχιερείς της Εκκλησίας απεσπάσθησαν απ’ αυτήν και προέβησαν σε χειροτονίες κατωτέρων κληρικών και τοιούτων Επισκόπων, συγκροτήσαντες την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος, που ακολούθησαν το Πάτριον ημερολόγιον. Μεταξύ των ανωτέρω Αρχιερέων που πρωτοστάτησαν ήταν οι Μητροπολίτες τέως Δημητριάδος Γερμανός, πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και τέως Ζακύνθου Χρυσόστομος, οι οποίοι στις 8-6-1935 χειροτόνησαν, μεταξύ άλλων, τον Επίσκοπον Βρεσθένης Ματθαίον (βλ. Ι. Παναγοπούλου ΝοΒ 18.900 επόμ.). Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία της Ελλάδος, εφαρμόζουσα την εκκλησιαστική ποινική νομοθεσία εισήγαγε τους πιο πάνω Αρχιερείς σε δίκη και, με την υπ’ αριθμ. 2 (ΣΠ 1546) της 14-6-1935 απόφασή του, το πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο κατεδίκασε αυτούς ερήμην σε καθαίρεση από το Αρχιερατικό αξίωμα και υπαγωγή τους στην τάξη των μοναχών, καθώς και σε πενταετή σωματικό περιορισμό για τουε λόγους που μνημονεύονται σ’ αυτή (βλ. αντίγραφο αποφάσεως). Η ανωτέρω όμως απόφαση δεν κατέστη ποτέ τελεσίδικη, ώστε να είναι εκτελεστή, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 5383/1932, διότι: α) εφ’ όσον εκδόθηκε ερήμην των Αρχιερέων, έπρεπε να κοινοποιηθή ώστε ν’ ασκηθή ένδικο μέσο (ανακοπή ή έφεση) ή να παρέλθει άπρακτη προθεσμία προς άσκησή του, πράγμα που δεν έγινε, διότι παρ’ όλο που με το υπ’ αριθμ. 80/26/85 ΞΑ 24-9-1990 έγγραφο του Πταισματοδικείου Αθηνών ζητήθηκαν τα αποδεικτικά επιδόσεως από την Γραμματεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε εκτέλεση της προανακριτικής παραγγελίας μας, δεν απεστάλησαν αυτά, β) εάν πράγματι ήταν τελεσίδικη, κατόπιν ασκηθέντος ενδίκου μέσου, θα έπρεπε να εξεδίδετο απόφαση του Δευτεροβαθμίου δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, γ) για να ήταν εκτελεστή η παραπάνω απόφαση (εφ’ όσον ήταν τελεσίδικη), θα έπρεπε να εκδοθεί και Προεδρικό Διάταγμα περί της καθαιρέσεώς των, όπως απαιτεί ο νόμος, πράγμα που δεν συνέβηκε , διότι ουδέποτε αναφέρθηκε κάτι τέτοιο, δ) στην Γνωμοδότηση των Ράμμου-Σγουρίτσα-Τσάτσου, σχετικά με τη νομική θέση των ΓΟΧ (βλ. αυτήν στη Θεμ. ΞΒ΄σελ. 7), δεν αναφέρεται τίποτε περί τελεσιδικίας αποφάσεως, αλλ’ απλώς γίνεται υπόθεση ότι: «η μνησθείσα απόφασις εφ’ όσον εγένετο τελεσίδικος δια της παρόδου απράκτων των προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων μέσων ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως ή δια της ασκήσεως και απορρίψεως αυτών, παράγει πάντα τα νόμιμα αποτελέσματα….,. Το γεγονός ότι οι ανωτέρω Αρχιερείς ήσκησαν το έκλητον ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου, δεν αναιρεί τα παραπάνω λεχθέντα, καθόσον δικονομικά αυτό ήταν απαράδεκτο, αφού στρεφόταν κατ’ αποφάσεως μη τελεσίδικης, και έπρεπε, χωρίς άλλη έρευνα, να απορριφθεί. Γι αυτό το υποστηριζόμενο περί μη τελεσιδικίας της υπ’ αριθμ. 2/1935 αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου δια τους Αρχιερείς Δικαστηρίου λόγω μη εισέτι εκδικάσεως του κατ’ αυτής εκκλήτου (βλ. Βούλ. Συμβ. Πλημ. Πειρ. 54/1976 Ποιν. Χρον. ΚΣΤ΄σελ. 674, Βούλ. Συμβ. Πλημ. Πειρ. 1344/1964 αδημ.), δεν είναι ορθόν. Αντίθετα εάν πράγματι η ως άνω απόφαση ήταν τελεσίδικη, η μη εκδίκαση του εκκλήτου δεν θα ανέστειλε, σύμφωνα με τον Ν. 590/1977, την εκτέλεση της επιβληθείσης ποινής. Ο Άρειος Πάγος δεν ασχολήθηκε ποτέ με το θέμα της τελεσιδικίας της πιο πάνω αποφάσεως. Πράγματι, με τις υπ’ αριθμ. 39/1956 (Ποιν. Χρον. ΣΤ΄σελ. 190) και 178/1957 (Ποιν. Χρον. Ζ΄σελ. 372) αποφάσεις του, που αναφέρονται ειδικά στον εκ των πιο πάνω καθαιρεθέντων Αρχιερέα πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, απεφάνθη ορθές τις Εφετειακές αποφάσεις, κατά τις οποίες ο ανωτέρω Αρχιερέας δεν είχε την εξουσία να χειροτονεί, καθόσον κατεδικάσθη σε καθαίρεση με την άνω (τελεσίδικη) απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δηλαδή ότι ορθά έκριναν τις συνέπειες της τελεσιδικίας. Εκ τούτων έπεται ότι οι αποφάσεις των Εφετείων, χωρίς να ερευνήσουν την εκτελεστότητα της αποφάσεως, θεώρησαν αυτή τελεσίδικη, ίσως στηριζόμενες στο άρθρο 124 § 3 του Ν. 538-3/1932, κατά τον οποίον «Αι περί δεδικασμένου διατάξεις της ποινικής δικονομίας επεκτείνονται και επί του παρόντος» δηλαδή ότι αποτελεί δεδικασμένο γι αυτά. Ωστόσο το δεδικασμένο προϋποθέτει μεταξύ άλλων αμετάκλητη (εδώ τελεσίδικη) καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση (αριθμ. 57 § 1 ΚΠΔ), πράγμα που δεν ερευνήθηκε. Σύμφωνα λοιπόν με τις σκέψεις μας αυτές, η μη τελεσιδικία της ανωτέρω αποφάσεως και η μη έκδοση Π.Δ./τος περί καθαιρέσεως των παραπάνω Αρχιερέων, δεν επέφερε τις νόμιμες συνέπειες της ποινής αυτής και επομένως οι ανωτέρω δεν στερήθηκαν ΠΟΤΕ της εξουσίας προς τέλεση Μυστηρίων και ιερατικών πράξεων, με συνέπεια, μη αποβάλλοντες το Αρχιερατικό αξίωμα, οι γενόμενες απ’ αυτούς χειροτονίες να είναι ισχυρές, τελεσθείσες από νόμιμους φορείς της ιερωσύνης. V) Για τον χειροτονηθέντα από τους πιο πάνω Αρχιερείς (προ της καθαιρέσεώς των) Επίσκοπον Βρεσθένης Ματθαίον, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 3 της 2-7-1935 (ΣΠ. 1988, 1992) και από 18-7-1935 αποφάσεις των Πρωτοβαθμίου και Δευτεροβαθμίου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίων αντίστοιχα (οι οποίες καίτοι ζητήθηκαν δεν ανευρέθηκαν από την Γραμματεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με το από 19-3-1990 έγγραφο αυτής προς τον Πταισματοδίκη Πειραιώς), με τις οποίες αυτός καταδικάσθηκε στις ποινές της καθαίρεσης και της αργίας ενός έτους αντίστοιχα (βλ. Γνωμ. Ράμμου οπ. παρ.). Με την τελευταία όμως απόφαση το Δικαστήριο (Δευτεροβάθμιο) κήρυξε επίσης άκυρη την σε Επίσκοπο χειροτονία του ανωτέρω, δηλαδή, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, ήσκησε αρμοδιότητα που δεν παρείχετο σ’ αυτό από την εκκλησιαστική ποινική νομοθεσία ή άλλο νόμο, και κατά συνέπεια η παραπάνω απόφαση είναι ανίσχυρη, ως προς το σκέλος αυτό, και δεν παράγει αποτελέσματα. Επομένως και ως προς τον Επίσκοπον τούτον δεν έχουμε στέρηση του Αρχιερατικού αξιώματος (διότι η αργία δεν επιφέρει τοιαύτην), με συνέπεια οι παρ’ αυτού γενόμενες χειροτονίες να είναι ισχυρές, τελεσθείσες από νόμιμο φορέα της Ιερωσύνης. Συνεπώς οι απ’ αυτόν χειροτονηθέντες νομίμως φέρουν το ιερατικό σχήμα. Πράγματι ο ανωτέρω Αρχιερεύς χειροτόνησε κατώτερους κληρικούς και Επισκόπους, μετά των τελευταίων δε συγκρότησε την Ιερά Σύνοδο της Ματθαιϊκής Παρατάξεως της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος, η οποία μετά την Νομολογία του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 39/1956 και 178/1957 οπ. παρ.), κατά την οποία οι το έτος 1935 καθαιρεθέντες Αρχιερείς στερούνται της εξουσίας να χειροτονούν και ότι οι υπ’ αυτών χειροτονηθέντες δεν έχουν την ιδιότητα του κληρικού, προσέφυγε στην εν Αμερική Υπερόριον Ρωσική Οορθόδοξον Εκκλησία της Ρωσίας (είναι το τμήμα εκείνο της Ρωσικής Εκκλησίας που εξήλθε της Ρωσίας μετά την Επανάσταση του 1917, η δε διοίκηση των Επισκόπων αυτής αναγνωρίσθηκε το έτος 1920 από τον Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα), η οποία δέχθηκε την δια χειροτονίας (σημ. «Πατρίων»: το ορθόν είναι δια «χειροθεσίας») εξασφάλιση της διαδοχής στην Ιεραρχία της. Έτσι, από την Ιεράν Σύνοδον της ανωτέρω Εκκλησίας, που ακολουθεί το Πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, μεταξύ των ετών 1960 και 1962, χειροτονήθηκαν με την σειρά: α) Ο Αρχιμανδρίτης Ακάκιος Παππάς σε Επίσκοπον Ταλαντίου, από τον Αρχιεπίσκοπο Σικάγου Σεραφείμ και τον Επίσκοπο Θεόφιλο. β) Ο Αρχιμανδρίτης Αυξέντιος Πάστρας σε Επίσκοπο Γαρδικίου, από τον Ακάκιο Παππάν και τον Αρχιεπίσκοπον Χιλής και Περού Λεόντιο. γ) Ο Αρχιμανδρίτης Γερόντιος Μαργιώλης σε Επίσκοπο Πειραιώς και Σαλαμίνος από τους Ακάκιον Παππάν, Αυξέντιον Πάστραν και τον Επίσκοπον Κυκλάδων Παρθένιον. δ) Το έτος 1971, οι Μητροπολίτες Κορινθίας Κάλλιστος και Κιτίου Επιφάνιος, από τους Αρχιερείς Γερμανίας Φιλόθεον και Αυστραλίας Κων/νον, οι οποίοι ενεκλήθηκαν από την Σύνοδο των Επισκόπων της Εκκλησίας αυτής. Οι ανωτέρω χειροτονηθέντες, (σημ. «Πατρίων»: Το ορθόν είναι «οι ανωτέρω (Κορινθίας Κάλλιστος και Κυτίου Επιφάνιος) χειροθετηθέντες, εχειροθέτησαν περαιτέρω τους υπόλοιπους Αρχιερείς της Ματθαιϊκής Παρατάξεως), χειροτόνησαν τους υπόλοίπυς Αρχιερείς, τον κλήρο (βλ. εκτενέστερη ανάπτυξη στο Βουλ. Συμβ. Πλημ. Πειρ. 54/1976 οπ. Πειραιώς). VI) Στην προκειμένη περίπτωση, από την προανάκριση που διενεργήθηκε και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα εξής περιστατικά: Στις 22-5-1989 στην Δράμα και πλησίον του Διοικητηρίου έγινε συγκέντρωση διαμαρτυρίας από οπαδούς των Παλαιοημερολογιτών Δράμας εξ αφορμής της αρνήσεως του Μητροπολίτου Δράμας να επιτρέψει τηνανέγερση Ναού τούτων. Επί κεφαλής του πλήθους ήταν οι κατηγορούμενοι Καλλιόπιος Γιαννακουλόπουλος, αποκαλούμενος Μητροπολίτης Πενταπόλεως των ΓΟΧ και ο Αρχιμανδρίτης και εφημέριος του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών των ΓΟΧ Δράμας Αμβρόσιος Νικηφορίδης. Ο πρώτος τούτων, ενδεδυμένος το ιερατικόν σχήμα, έφερε το δι Αρχιερείς εγκόλπιον και κρατούσε ποιμαντορική ράβδο, ο δε δεύτερος έφερε την στολήν του κληρικού (βλ. εφημερίδες). Ο πρώτος κατηγορούμενος χειροτονήθηκε διάκονος το έτος 1945 από τον Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίον, που, κατά τα προλεχθέντα είχε κανονική ιερωσύνη, καθόσον χειροτονήθηκε πριν την καθαίρεση των χειροτονησάντων τούτον Αρχιερέων, ενώ δεν απώλεσε το Αρχιερατικό του αξίωμα λόγω των αποφάσεων των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Στη συνέχεια το έτος 1950 ο Καλλιόπιος χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο από τον πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο, ο οποίος, όπως είπαμε, ενώ καθαιρέθηκε με την υπ’ αριθμ. 2/1935 απόφαση του Πρωτοβαθμίου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, η απόφαση αυτή δεν κατέστη τελεσίδικη, ώστε να παράγει τις εκ της καθαιρέσεως έννομες συνέπειες. Επομένως ο πρώτος κατηγορούμενος χειροτονήθηκε νομίμως από τον έχοντα την προς τούτο εξουσία Αρχιερέα. Μετά ταύτα ο Καλλιόπιος στις 12-2-1979 χειροτονήθηκε σε Μητροπολίτη Πενταπόλεως των ΓΟΧ από τους Κορινθίας Κάλλιστον, Αχαϊας Καλλίνικον και Αιολίας Γερμανόν, που έλκουν την διαδοχή τους από την Υπερόριον Ρωσσική Ορθόδοξη Εκκλησία (βλ. χειροτονητήρια για πρώτο κατηγορούμενο). Ο δεύτερος κατηγορούμενος χειροτονήθηκε στις 30-1-1976 διάκονος και στις 30-1-1981 πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη των ΓΟΧ Φθιώτιδος και Θαυμακού Καλλίνικον (βλ. χειροτονητήριο). Ο τελευταίος, που ανήκε αρχικά στην επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, χειροτονήθηκε διάκονος το έτος 1954 από τον Μητροπολίτη Σύρου Φιλάρετο. Το έτος 1965 προσχώρησε στην Θρησκευτική κοινότητα των ΓΟΧ και το έτος 1971 χειροτονήθηκε Επίσκοπος της παραπάνω Μητροπόλεως από τον Αυξέντιο Πάστρα (Αρχιεπίσκοπο τότε των ΓΟΧ), Πειραιώς και Σαλαμίνος Γερόντιο με σύμψηφο του Εξάρχου Αμερικής Μητροπολίτη Αστορίας Πέτρου. Περί της χειροτονίας των τελευταίων εγένετο ήδη λόγος. VII) Όπως είναι φανερό, εφ’ όσον, κατά τα ειπωθέντα παραπάνω, νόμιμος φορέας της ιερωσύνης, είναι αυτός που χειροτονήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, η τήρηση των οποίων γίνεται τόσον από την επίσημη Εκκλησία όσον και από τους ΓΟΧ,οι οποίοι διαφοροποιούνται από την πρώτη μόνο ως προς τον χρονικό προσδιορισμό του Εορτολογίου, συνάγεται ότι οι κληρικοί των τελευταίων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν καθαιρεθεί τελεσίδικα ή δεν έχουν χειροτονηθεί από τελεσιδίκως καθηρημένους Αρχιερείς, νόμιμα φέρουν το ιερατικόν σχήμα και επομένως δεν διαπράττουν το έγκλημα του άρθρου 176 ΠΝ (βλ. αντίγραφο υπ’ αριθμ. 713/1983 απόφ. Μον. Πλημ. Χίου αδημ.). Τα’ ανωτέρω ισχύουν και για τους κατηγορούμενους, οι οποίοι έχουν νόμιμο δικαίωμα να φέρουν την στολήν του Κληρικού και να τελούν τις ιερατικές πράξεις που προσιδιάζουν στον βαθμό που κατέχουν. Επιχειρήματα ενισχυτικά των ανωτέρω απόψεών μας είναι: α) Υπήρχαν περιπτώσεις που η επίσημη Εκκλησία δέχθηκε στους κόλπους της κληρικούς των ΓΟΧ (βλ. ΝοΒ 18 σελ. 902 και υπ’ αριθμ. 4796/80/371/27-2-1981 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος. β) Υπάρχουν Ορθόδοξες Εκκλησίες, που ακολουθούν το Παλαιόν ημερολόγιον, με τις οποίες η Ελληνική Εκκλησία βρίσκεται σε κανονική κοινωνία (π.χ. Πατριαρχείο Ιεροσολύμων). γ) Η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζει, με την προϋπόθεση του κανονικού της χειροτονίας των, τα από τους κληρικούς των ΓΟΧ τελούμενα Μυστήρια, απαλλάσει αυτούς της στρατεύσεως και παρέχει σ’ αυτούς δωρεάν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη (βλ. σχετικά έγγραφα Υπουργείων ). Έτσι φαίνεται ότι η αρχικώς κρατήσασα άποψη για την νομική θέση των Παλαιοημερολογιτών στην Ελλάδα, που εκτέθηκε παραπάνω αρχίζει να εγκαταλείπεται, διότι: α) Ο καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπ. Τρωϊάνος, ενώ στο σύγγραμά του «Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου» υπεστήρηξε την ανωτέρω κρατήσασα άποψη (βλ. έκδοση 1984 σελίδες 155-156), στην συνέχεια, στην από 28-2-1984 Γνωμοδότησή του επί θεμάτων που του έθεσαν οι ΓΟΧ υπεστήρηξε την άποψη της μειοψηφίας στην υπ’ αριθμ. 378/1980 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία οι ΓΟΧ αποτελούν νομίμως υφισταμένη Θρησκευτική Κοινότητα επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. β) Στην υπ’ αριθμ. 8/1989 Γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Σπ. Κανίνια (Ελλ. Δικ. 30.1396) αναφέρεται ότι «Ο Παλαιοημερολογιτισμός δεν συνιστά αυτός καθ’ εαυτόν παρανομίαν και οι κληρικοί του δικαιούνται να ασκούν ακωλύτως την υπηρεσία τους ως λειτουργοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε τρόπον ώστε όταν ιερουργούν ή τελούν Ιερά Μυστήρια ή όταν φέρουν το ορισμένο για τους κληρικούς ιερατικό σχήμα, δεν διαπράττουν τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 175-176 ΠΚ αδικήματα της αντιποιήσεως». Από την Γνωμοδότηση αυτή προκύπτουν κατά την άποψή μας τα εξής: αα) Οι κληρικοί των ΓΟΧ είτε προέρχονται από την επίσημη Εκκλησία είτε από άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι λειτουργοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και επομένως νόμομοι φορείς της Ιερωσύνης, εκτός αν έχουν καθαιρεθεί τελεσίδικα ή προέρχονται από χειροτονίες τελεσιδίκως καθηρημένων Αρχιερέων. Τούτο σημαίνει ότι οι κληρικοί που χειροτονήθηκαν από μη τελεσεδίκως καθαιρεθέντες Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος ή άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών νόμιμα φέρουν το ιερατικό σχήμα. Άλλωστε τούτο είναι λογικό, καθόσον η διοικητική οργάνωση των ΓΟΧ ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από τους Ιερούς Κανόνες και τις Ιερές Παραδόσεις, η απαρασάλευτη τήρηση των οποίων επιβάλλεται και στην Εκκλησία της επικρατούσης στην Ελλάδα θρησκείας. ββ) αναγνωρίζεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και λατρείας (άρθρο 13 Συντάγματος 1975, βλ. και Βουλ. Συμ. Πλημ. Πειρ. 54/1976 οπ. παρ.). γγ) Οι κληρικοί των ΓΟΧ ασκούντες τα ιερατικά τους καθήκοντα δεν αντιποιούνται τα έργα του λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (πρβλ. και Π. Σμαϊλη, «Το κύρος των γάμων των Παλαιοημερολογιτών και η θέσις της θρησκευτικής κοινωνίας τούτων, σελ. 59). δδ) Ο Ν. 590/1977 (περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που προβλέπει τον τρόπο εκλογής από την Ιερά Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών, δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα πίστεως και λατρείας, όπως η χειροτονία Επισκόπου, και επομένως άφησε άθικτους τους ιερούς Κανόνες ΙΔ΄Αποστολικό Κανόνα, ΙΘ΄, της Συνόδου Αντιοχείας, ΣΤ΄της Συνόδου Σαρδικής, ΙΒ΄και ΙΓ΄της Συνόδου Λαοδικείας, ΙΓ΄της Συνόδου Καρθαγένης, Δ΄της εν Νικαία Αης Οικουμενικής Συνόδου και Γ΄της εν Νικαία Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου (βλ. προτ. Αντ. ΑΠ-Β. Σακελλαρίου υπό ΑΠ 454/1966 Ποιν. Χρον. ΙΖ΄σελ. 101). εε) Η ανωτέρω Γνωμοδότηση, εφ’ όσον δεν κάνει διάκριση, αναφέρεται τόσο στους κληρικούς που από την αρχή ακολούθησαν το παλαιό ημερολόγιο, όσο και εκείνους της επίσημης Εκκλησίας που αργότερα προσχώρησαν στους ΓΟΧ, υπό τον όρον βέβαια ότι δεν είχαν τελεσίδικα καθαιρεθεί. Επομένως αυτή δέχεται ως νόμιμη και συνεχεί την Αποστολική διαδοχή και στους κόλπους αποκλειστικά των ΓΟΧ. VIII) Σύμφωνα με τα παραπάνω, ακώλυτη έχουν την ιερωσύνη, καθόσον δεν είναι καθηρημένοι και δεν έχουν χειροτονηθεί από τελεσιδίκως καθηρημένους Αρχιερείς. Συνεπώς είναι λειτουργοί με την προεκταθείσα έννοια, δικαιούμενοι νομίμως να περιβάλλονται και να φέρουν το ιερατικό σχήμα, ο δε πρώτος και τα διακριτικά σημεία του Επισκόπου. Επομένως δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το κρινόμενο έγκλημα. Αλλά και στην περίπτωση που δεν θα γινόταν δεκτές οι παραπάνω απόψεις, δηλ. αν αντίθετα υποστηριζόταν ότι οι κατηγορούμενοι δεν έχουν χειροτονηθεί κανονικά και επομένως ότι δεν δικαιούνται να φέρουν τα διακριτικά σημεία και την στολή του κληρικού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενόψει της επί του θέματος διχογνωμίας και του γεγονότος ότι αυτοί πιστεύουν ότι εγκύρως φέρουν την στολή, καθόσον η διαφωνία τους για την ορθότητα του Ιουλιανού ημερολογίου δεν θίγει τα δόγματα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οποία ανήκουν και της οποίας κατά την εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ως επίσκοπος και πρεσβύτερος αντίστοιχα, ακολουθούν τους λειτουργικούς και εκκλησιαστικούς τύπους, τους ιερούς Κανόνες και τις ιερές Παραδόσεις, φρονούμε ότι η άποψη τους αυτή είναι εύλογη και συγγνωστή, με αποτέλεσμα την αδυναμία καταλογισμού σ’ αυτούς της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως του άρθρου 176 ΠΚ (άρθρο 31 § 2 ΠΚ). ΙΧ) Κατ’ ακολουθίαν τούτων δεν προέκυψαν αποχρώσεις ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων προς παραπομπή τους στο ακροατήριο και πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 309 § 1α και 310 § 1 ΚΠΔ, να μη γίνει κατηγορία κατ’ αυτών για την πιο πάνω πράξη, επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του Δημοσίου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να μη γίνει κατηγορία κατά των 1) Κων/νου ή Καλλιοπίου Παναγ. Γιαννακουλόπουλου, Επισκόπου Παλαιοημερολογιτών, κατοίκου Πειραιώς και 2) Ιωάννη ή Αμβροσίου Αγαπ. Νικηφορίδη, ιερέως των Παλαιοημερολογιτών κατοίκου Δράμας, για παράβαση του άρθρου 176 σε συνδυασμό με το άρθρο 175§2 του ΠΚ, πράξη που φέρονται ότι ετέλεσαν στην Δράμα στις 22-5-1989, σύμφωνα με όσα αναπτύχθησαν στο ιστορικό της παρούσας. Δράμα 31 Δεκαμβρίου 1990 ΟΕισαγγελέας Ζαχαρίας Μουράτης. Εισαγγελέας Πρωτοδικών Δράμας Αφού το Συμβούλιο άκουσε και την προφορική ανάπτυξη της πρότασης του Εισαγγελέα, αυτός αποχώρησε. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΝΟΜΙΜΑ Από τη διάταξη του άρθρου 176 ΠΚ, σε συνδυασμό με κείνη του άρθρου 175 §2 του ιδίου κώδικα, σαφώς προκύπτει ότι αυτός που χωρίς δικαίωμα δημόσια φέρει στολή ή άλλο διακριτικό σημείο υπαλλήλου δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησεως ή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Ως στολή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας νοείται η οριζόμενη από το ΠΔ της 21/22 Ιανουαρίου 1931 περιβολή ή αμφίεση, μεταξύ δε των διακριτικών αυτών περιλαμβάνονται τα οριζόμενα στο Β.Δ. της 15.6/10./7/1956, τα οποία προσδιορίζουν το βαθμό ή την ιδιότητα του φέροντος θρησκευτικού λειτουργού (εγκόλπιο, ποιμαντορική ράβδος). Ως θρησκευτικός λειτουργός της ιδίας εκκλησίας νοείται αυτός που φέρει τον βαθμό του επισκόπου, πρεσβυτέρου ή διακόνου. Για την απόκτηση των βαθμών αυτών απαιτείται εκλογή και τέλεση του Μυστηρίου της χειροτονίας, με την οποία ο χειροτονούμενος προχειρίζεται την θεία χάρη στο βαθμό που έχει εκλεγεί. Σύμφωνα με τον πρώτο Αποστολικό Κανόνα, καθώς και το δεύτερο, που επαναλήφθηκε με τον ΙΓ΄κανόνα, της Ιεράς Συνόδου της Αγκύρας και τον Χ κανόνα της Ιεράς Συνόδου Αντιοχείας, οι διάκονοι και οι πρεσβύτεροι χειροτονούνται από έναν επίσκοπο, ενώ οι επίσκοποι χειροτονούνται από τρεις ή τουλάχιστον δύο επισκόπους. Εξάλλου βάσει του ΚΑ΄κανόνα της ΣΤ΄Οικουμενικής Συνόδου στον Τρούλλο η χειροτονία που γίνεται από μη επισκόπους είτε διότι δεν είχαν εκλεγεί, είτε διότι χειροτονήθηκαν όχι από επισκόπους, είτε διότι είχαν καθαιρεθεί προηγουμένως είναι ανυπόστατη και συνεπώς ο με τον τρόπο αυτό χειροτονημένος δεν δικαιούται να φέρει τη στολή θρησκευτικού λειτουργού ή άλλα διακριτικά σημεία αυτού (Φραγκίστα στοιχ. Εκκλης. Δικ. §19 σελ. 117 επόμενα). Η καθαίρεση αρχιερέως (επισκόπου αποτελεί είδος εκκλησιαστικής ποινής πνευματικού χαρακτήρα, που επιβάλλεται από το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο για τους αρχιερείς δικαστήριο (αριμ. 1 περ. γ, 20, 23 περδ και 24 του Ν. 5383/1932). Οι καταδικαστικές αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων γίνονται εκτελεστές όταν τελεσιδικήσουν. Τελεσίδικες δε, είναι οι αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε ανακοπή ή έφεση (αριθμ. 151 ν. 5383/1932). Η προθεσμία ανακοπής από τον ερήμην δικασθέντα είναι 10 ημερών από της επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, της δε εφέσεως δεκαήμερος από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον ερήμην δικασθέντα ή της δημοσιεύσεώς της εφόσον δικάστηκε αντιμωλία, παρεκτείνονται δε οι προθεσμίες αυτές κατά 8 ή 15 ημέρες (άρθ.126 επόμενα, 133 επόμενα ν. 5383/1932). Η προθεσμία και η άσκηση κάποιου ενδίκου μέσου αναστέλλει τηνεκτέλεση της αποφάσεως, οι δε τελεσίδικες καταδικαστικές κατά Αρχιερέων αποφάσεις εκτελούνται με έκδοση Προεδρικού Διατάγματος με πρόταση του Υπουργού Παιείας και Θρησκευμάτων (αρθ. 129, 135 και 152 του ιδίου νόμου). Στην κρινόμενη περίπτωση κατά των κατηγορουμένων Κων/νου ή Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου και Ιωάννη ή Αμβροσίου Νικηφορίδη ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 176 ΠΚ, σε συνδυασμό με άρθ. 175 §2 του ιδίου Κώδικα. Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της σχετικής προανακριτικής δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Την 22-5-1989 σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας πλησίον του Διοικητηρίου της Δράμας παραβρέθηκαν και οι κατηγορούμενοι, ο πρώτος των οποίων είναι Μητροπολίτης Πενταπόλεως των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ΓΟΧ) και ο δεύτερος αρχιμανδρίτης του Ιερού Ναού Τριών Ταξιαρχών ΓΟΧ Δράμας. Έφεραν στολή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και ο πρώτος αυτών κρατούσε Ποιμαντική ράβδο και είχε κραμασμένο στο λαιμό του εγκόλπιο. Ο πρώτος των κατηγορουμένων χειροτονήθηκε διάκονος το 1945 από τον Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο, ο οποίος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος την 8-6-1935 από τους επισκόπους Δημητριάδος Γερμανό, Φλωρίνης Χρυσόστομο και Ζακύνθου Χρυσόστομο, οι οποίοι προηγουμένως είχαν διαφοροποιηθεί από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, διότι δεν ασπάσθηκαν την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου και συνεκρότησαν Ιερή Σύνοδο της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, μετά δε την άνω χειροτονία ερήμην καταδικάσθηκαν σε καθαίρεση με την 2/14-6-1935 απόφαση του Πρωτοβαθμίου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου. Το 1950 ο πρώτος των κατηγορουμένων χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Φλωρίνης Χρυσόστομο, εναντίον του οποίου δεν είχε εκτελεστεί μέχρι τότε η ως άνω ποινή της καθαιρέσεως, (δεν έχει εκδοθεί σχετικό διάταγμα, κυρίως, διότι η ως άνω 2/1935 απόφαση δεν επιδόθηκε σ’ αυτόν για να αρχίσει η προθεσμία ανακοπής και εφέσεως κατ’ αυτής, συνεπώς δεν έγινε τελεσίδικη. Την 12-2-1979 ο πρώτος των κατ/νων, μετ’ εκλογή του χειροτονήθηκε επίσκοπος από τους Μητροπολίτες ΓΟΧ Κορινθίας Κάλλιστο, Αχαϊας Καλλίνικο και Αιολίας Γερμανό, οι οποίοι χειροτονήθηκαν από επισκόπους που είχαν χειροτονηθεί από άλλους επισκόπους χειροτονημένους από δύο τουλάχιστο επισκόπους της Υπερόριας Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με όσα αναλύονται ειδικότερα την άνω Εισαγγελική πρόταση. Οι γενόμενες από επισκόπους άλλων ομοδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών χειροτονίες αναγνωρίζονται ως έγκυρες, αρκεί οι εκκλησίες αυτές, όπως η άνω Υπερόριος Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, να ανγνωρίζουν την χειροτονία (ιερωσύνη) ως μυστήριο (Φραγκίστας, όπου παραπάνω σελ. 119). Ο δεύτερος των κατηγορουμένων χειροτονήθηκε την 30-1-1981 πρεσβύτερος από το Μητροπολίτη ΓΟΧ Φθιώτιδος και Θαυμακού Καλλίνικο, ο οποίος χειροτονήθηκε διάκονος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας το 1950 και πρεσβύτερος το 1954 από το Μητροπολίτη Σύρου Φιλάρετο, μετά δε προσχώρησή του στους ΓΟΧ (1965) χειροτονήθηκε το 1971 επίσκοπος από τον Αρχιεπίσκοπο ΓΟΧ Αυξέντιο Πάστρα και το Μητροπολίτη Πειραιά και Σαλαμίνος Γερόντιο, οι οποίοι είχαν χειροτονηθεί επίσκοποι όπως διαλαμβάνεται στην άνω Εισαγγελική πρόταση (σειρά χειροτονιών από Υπερόριο Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής). Συνεπώς οι κατηγορούμενοι, μετ’ εκλογή τους, χειροτονήθηκαν από επισκόπους που επίσης είχαν χειροτονηθεί νόμιμα και δεν είχε κατ’ αυτών εκτελεστεί προηγουμένως απόφαση αρμοδίου εκκλησιαστικού δικαστηρίου που τελεσίδικα επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως και δικαιούνται να φέρουν στολή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, ο δε πρώτος αυτών να φέρει εγκόλπιο και να κρατά Ποιμαντορική ράβδο ως χειροτονημένος επίσκοπος Πενταπόλεως. Συνακόλουθα, σύμφωνα και με τις ορθές σκέψεις της άνω Εισαγγελικής Προτάσεως το Συμβούλιο αυτό θα κρίνει ότι ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ κατηγορία κατά των κατηγορουμένων επειδή δεν προέκυψαν αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής τους για την αποδιδομένη σ’ αυτούς αξιόποινη πράξη. Τέλος δεν πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος κάποιου προσώπου, επειδή η ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε ύστερα από σχετική μήνυση ή έγκληση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφαίνεται ΝΑ ΜΗ γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) Κων/νου ή Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου του Παναγιώτη, Επισκόπου Γ.Ο.Χ., κατοίκου Πειραιώς και 2) Ιωάννη ή Αμβροσίου Νικηφορίδη του Αγαπίου, Ιερέως ΓΟΧ, κατοίκου Δράμας για παράβαση του άρθρου 176 ΠΚ, σε συνδυασμό με άρθ. 175 § 2 ΠΚ, πράξη που φέρονται ότι έχουν τελέσει στη Δράμα την 22-5-1989. ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ Στην Δράμα την 17-1-1991, και ΕΚΔΟΘΗΚΕ την 24-1-1991 στον ίδιο τόπο. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ Καραγιάννη Φωτεινή

Comments

Popular posts from this blog

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ

ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ Η ΕΝΔΗΜΟΥΣΑ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η ΕΝ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΑΣΑ Α.Π. 673 ‘Εν ‘Αχαρναῖς τῆ 15/28.6.2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΗΜΟΥΣΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ Προλογικόν-Εἰσαγωγικόν τῆς Ὀρθοδόξου Πνοῆς ΣΥΝΕΚΛΗΘΗ ΤΗΝ 15ην ΙΟΥΛΙΟΥ 2014 ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΑΓ. ΚΗΡΥΚΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΗΣ Η ΕΝΔΗΜΟΥΣΑ Ι. ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Τήν Τρίτην 15ην Ἰουλίου, καθ' ἥν ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε τήν μνήμην τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰουλίτης καί Κηρύκου, ἦγεν τά ὀνομαστήριά του καί ὁ Σεβ/τος Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκος. Τήν πρωίαν εἰς τόν Μητροπολιτικόν ἱερόν Ναόν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἰς Κορωπίον Ἀττικῆς, ἐγένετο πανηγυρικόν θεῖον Συλλείτουργον, κατά δέ τό ἑσπέρας τῆς ἰδίας ἡμέρας συνῆλθεν, ἡ ἐνδημοῦσα Ἱερά Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔχουσα ὡς κύριον θέμα τό βαρύτατον ἔργον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί μέ δεδομένην τήν ὑπό τῶν συγχρόνων ὀργανωμένων κέντρων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀλλεπαλλήλους σκευωρίας κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐμελέτησε καί κατεπόνησεν σχέδιον ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΩΣ-ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ, τό ὁποῖον ὡς ἐπίσημον κείμενον τῆς ἱερᾶς Συνόδου θά τεθῆ δημοσίως ὑπ' ὄψιν πρός ἅπαντας καί πρωτίστως πρός τόν πιστόν Λαόν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖται τῆς ἐν Ἑλλάδι Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆ κ. Κήρυκος, Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἀμφιλόχιος καί τῆς ἐν Κύπρω Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ Σεβ/τος Μητροπολίτης Κιτίου κ. Παρθένιος, παρισταμένου καί συμμετέχοντος καί τοῦ Αἰδεσιμωτάτου π. Μιχαήλ Ἰωάννου, καθώς καί μοναχῶν καί θεολόγων, συνεδριάσαντες τήν 15ην Ἰουλίου 2014 εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἰς Κορωπίον Ἀττικῆς, ὡς ἡ ἐνδημοῦσα Ἱ.Σ. τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπελήφθησαν τῆς συγχρόνου ἀποκαλυπτικῆς ἐποχῆς καί ἰδιαιτέρως, τῶν ἀφ' ἑνός εὐρυτέρων παρατηρουμένων ἐκδηλώσεων τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀφ' ἑτέρου τῶν παραλλήλως ἰδίων παρατηρουμένων τάσεων καί ἐκδηλώσεων τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ τοιούτου! Ἐπί τούτοις ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν καί τό ἄκρως ἀνησυχητικόν φαινόμενον, καθ' ὅ ἡ συντριπτική πλειοψηφία καί τῶν φερομένων ὡς Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν δέν γνωρίζει καί δέν συνειδητοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξίαν οὔτε ἐνδιαφέρεται νά μάθη καί ἁπλῶς μόνον θρησκεύει, ὅπως ὅλοι οἱ ὀπαδοί ὅλων τῶν θρησκειῶν! Τό κείμενον εἶναι ἐκτενές ἀλλά ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέρον ἀπ' ἀρχῆ μέχρι τέλους. ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΗΜΟΥΣΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ Α.Π. 673 Ἐν Ἀθήναις τῆ 15/28.6.2014 Πατέρες καί ἀδελφοί, Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά, «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου», ἵνα εἰς τάς ἐσχάτας ταύτας ἡμέρας, Χάριτι Χριστοῦ, ὁμολογήσωμεν τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί ὁμολογίαν τῶν ἀπ' ἀρχῆ Ἁγίων Πατέρων μέχρι καί τῶν πρό ἡμῶν καί παραδώσωμεν ταύτην εἰς τάς ἐπερχομένας γενεάς ἀμήν, Γένοιτο. Πατέρες καί ἀδελφοί ἐν Χριστῶ, πιστά μέλη τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τά πρῶτα καί βασικά ΔΟΓΜΑΤΑ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως διετυπώθησαν, ὡμολογήθησαν καί ἐκηρύχθησαν ἐν Ἁγίω Πνεύματι, διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων καί ἰδιαιτέρως διά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τά ὁποῖα ἰσχύουν εἰς τούς αἰῶνας, ἤτοι ἐν τῶ παρόντι καί τῶ μέλλοντι, εἶναι: 1ον Πιστεύω εἰς Ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα... 2ον Και εἰς Ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ... 3ον Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον τό Ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον... 4ον Καί εἰς μίαν Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν... και 5ον Ὁμολογῶ ἐν Βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Αὗται αἱ θεῖαι Δογματικαί ἀλήθειαι, ἤτοι τοῦ ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὁ ἱερώτατος θεσμός τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποίαν ἀπ' ἀρχῆ, ἤγουν ἀπό τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, συγκροτεῖ καί συνέχει ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὗται, λέγομεν, αἱ Θεῖαι ἀλήθειαι ἐπολεμήθησαν ἀπ' ἀρχῆ ἐν τῶ Προσώπω τοῦ Χριστοῦ, ὑπό τῶν πολλῶν ἀντιχρίστων αἱρετικῶν, διά τοῦτο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐν ταῖς Ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς καί ὅλαις ταῖς Ὀρθοδόξοις Συνόδοις, καθοδηγούμενοι ὑπό τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὑπό τοῦ δι' Αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας) παρατεινομένου εἰς τούς αἰῶνας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀντιμετώπισαν τούς πολλούς ἀντιχρίστους αἱρετικούς, ἤδη ἀκόμη ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους! (Α΄ Ἰωάννου Β΄ 18 καί 22 καί δ΄ 1-3). Ὅλοι αὐτοί «οἱ πολλοί ἀντίχριστοι», πρωτίστως ἠθέλησαν καί ἐπεχείρησαν νά ἀμφισβητήσουν καί διαστρέψουν τήν ἀλήθειαν ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας, Κηρύξας, Σταυρωθείς καί ἀναστάς ΙΗΣΟΥΣ, εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, εἶναι ὁ ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ Πατρός! Τό μίσος ἀδιακρίτως ὅλων τῶν αἱρετικῶν κατά τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ δέν διεκόπη μέ τήν Σταύρωσιν, ἀλλ' ἀντιθέτως ἡ Ἀνάστασις τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούς ἔκαμε νά τόν πολεμήσουν καί ἀναστάντα, διότι ἀκριβῶς εὑρίσκοντο καί ἐκινοῦντο εἰς τό σκότος τοῦ ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἐπαύσατο νά μεθοδεύη τήν ἀπάτην, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦτο ὁ προφητευμένος Μεσσίας-Σωτήρ, ἀλλά «θά ἔλθη»!!! Ἐντεῦθεν ξεκινᾶ κάθε αἱρετικός, τό ἀντίχριστον ἔργον τοῦ Διαβόλου, χωρίς νά κατανοῆ ὅτι ἔχει συντριβεῖ ὁ Πονηρός ἤ μᾶλλον θέλει νά διασκεδάζη τήν συντριβή του μέ τό νά πλανᾶ τούς ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ καί νά τούς ἀποκόπτη ἐκ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ!! Ἀπό τό 1054, ὅτε ὁ Παπισμός ἤδη εἶχεν βουτηχθεῖ εἰς τά αἱρετικά «πιστεύω» του, καί ἰδιαιτέρως ἐπί τοῦ Τριαδολογικοῦ Δόγματος, εἰς τήν συνέχειαν δέ, ἀφοῦ κατέλυσεν καί τό Ἐκκλησιολογικόν Δόγμα, μετατρέψας τήν ἀλήθειαν περί τοῦ μεγάλου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἕν Πολιτικοθρησκευτικόν μέγεθος, ἔκτοτε, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων αἱρέσεων, τάς ὁποίας ἐπενόησεν μέχρι καί τήν μωρίαν «περί τοῦ ἀλαθήτου» αὐτοῦ, δυνάμεθα νά εἴπωμεν ὅτι καταφανῶς ἀποτελεῖ τήν διαχρονικήν παρουσίαν τοῦ ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος ἀπό τό 1054 ἐν τῶ Προσώπω τοῦ κάθε Πάπα ἀντιποιεῖται τήν Ἐκκλησίαν, καί ἑπομένως καί τόν Χριστόν, ἐσχάτως δέ μετά τῶν Προτεσταντῶν καί διά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί Ταύτην τήν «κατήργησεν» ὑπόσχεται δέ ὅτι θά τήν «ἐπανασυστήση»!!!... Ἀπό τήν ἀρχήν τοῦ 20ου αἰῶνος (1900 κ.ἑ.) καί ὀλίγον ἐνωρίτερον ἀκόμη(*), ὁ ἀντίχριστος Σιωνισμός διά τῆς Μασονίας καί τῆς αἱρεσιοβριθοῦς Δύσεως (Παπισμοῦ-Προτεσταντισμοῦ), συνέλαβεν καί ἐμεθόδευσεν ὅπως παντί τρόπω προσβάλη τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Τό γεγονός αὐτό ἐπεχείρησεν, κατά τήν ἐν λόγω περίοδον τῆς συμβολῆ καί ἡμετέρων ἐπιλησμόνων, ἐπιόρκων καί ἀναξίων Πατριαρχῶν καί Ἐπισκόπων!!! Ἡ μεγαλυτέρα κατάρα εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας, καί κατά τήν περίοδον εἰς τήν ὁποίαν ἀναφερόμεθα καί πάντοτε δυστυχῶς, ἐστάθησαν οἱ ἐπίορκοι καί ἀνάξιοι ρασοφόροι περί τῶν ὁποίων ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηριστικῶς λέγει: «Οὐδένα δέδοικα ως τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ὀλίγων»! Ναί! Αὐτοί διεδραμάτισαν τόν ρόλον τοῦ ἀντιχρίστου καί κατά τόν 20ον αἰῶνα καί τόν συνεχίζουν, ὥστε νά ἰσχύη ἀπολύτως καί σήμερον τό τοῦ ἁγ. Ἰωάννου: «Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί καί καθώς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασι...» (Α΄ Ἰωάννου 2, 18). Καί «...πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον. Ἐν τούτω γινώσκετε τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστί. καί πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι. καί τοῦτο ἐστί τό τοῦ ἀντιχρίστου, ὅ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται καί νῦν ἐν τῶ κόσμω ἐστίν ἤδη» (Αὐτόθι 4, 1-3). Καί ἐν τῆς Β΄ ἐπιστολῆ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν: «Ὅτι πολλοί πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τόν κόσμον, οἱ μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί. οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καί ὁ ἀντίχριστος». (Β΄ Ἰωάννου 7). Εἶναι βέβαιον ὅτι ὅτε ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔγραφεν τάς ἐπιστολάς αὐτάς, (κατά τό 85-95 μ.Χ.), ὑπῆρχον πολλοί οἱ ὁποῖοι ἠμφισβήτουν ὅτι ὁ Χριστός ἦτο ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός! Δηλαδή ὁ ἀντίχριστος ἐνεφανίσθη ἀπ' ἀρχῆ διά νά ἀμφισβητήση καί προσβάλη τό Πρόσωπον καί τό ἔργον τοῦ ἐνανθρωπήσαντος, κηρύξαντος, Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Χριστοῦ καί ἑπομένως καί τό σωτηριῶδες ἔργον του, τό ὁποῖον ἀφῆκεν νά συνεχίζεται ἐν Ἁγίω Πνεύματι διά καί ἐν τῆς Ἐκκλησία Του. Κατανοουμένου καί βιουμένου τούτου εἶναι ἑπόμενον πᾶς Ὀρθόδοξος Χριστιανός καί ζῶν μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά συνειδητοποιῆ ὅτι οἱ ἴδιοι ἀντίχριστοι τῆς ἀποστολικῆς ἐκείνης περιόδου, ἕως σήμερον, οὐδ' ἐπί στιγμήν ἐπαύσαντο νά μεθοδεύουν καί νά ἐπιχειροῦν ἀκριβῶς τό ἴδιον ἀντίχριστον ἔργον των, ὥστε νά εἶναι καταφανής ἡ διαχρονική συνεχής ἀντιπαράθεσίς των, κατά τοῦ Χριστοῦ καί πλέον εὐθέως καί κατά τῆς Ἐκκλησίας Του! Ὅλοι αὐτοί ἀντιπαρέρχονται ἤ καί ἀγνοοῦν τό γεγονός ὅτι τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὡς Ἕναν Οὐράνιον καί ἐπίγειον Θεσμόν, τόν συγκροτεῖ καί τόν συνέχει Αὐτό τοῦτο τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὅτι ἐν Αὐτῆς παρατείνεται ὁ ἀναστάς Χριστός συνεχίζων τό σωτηριῶδες ἔργον του. Δι' αὐτό ἀκριβῶς σήμερον ὅλοι οἱ ἀντίχριστοι αἱρετικοί πολεμοῦν τήν Ἐκκλησίαν, διότι ἐφαντάσθησαν, ὅτι προσβάλλοντες Αὐτήν θά προσβάλουν ὅλην τήν ἀποκεκαλυμμένην ἀλήθειαν καί ὁλόκληρον τό σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Χριστοῦ καί αὐτόν τόν Χριστόν! Ἡ μεγαλυτέρα δέ καί φοβερωτέρα ἐπίθεσίς των κατά τοῦ Χριστοῦ καί κατά τῆς Ἐκκλησίας Του εἰς τάς ἡμέρας μας, συντελεῖται διά τῶν Παλαιοημερολογιτικῶν σχισματοαιρέσεων, τάς ὁποίας οἱ ὠργανωμένοι αἱρετικοί προεκάλεσαν, καί μέ λύσσαν προκαλοῦν, ὡς μή δυνάμενοι νά προσβάλουν εὐθέως τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΕΛΘΟΝΤΑ 20όν ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 21ΟΝ ; Ἤδη ἀπό τάς ἀρχάς τοῦ μόλις ἀπελθόντος 20ου αἰῶνος, Προτεστάνται, Παπικοί καί ἐπίορκοι Ὀρθόδοξοι, ὠργανωμένοι ἐδέχθησαν, ὡμολόγησαν καί διεκήρυξαν ἀπό κοινοῦ τό «δόγμα» τοῦ συγχρόνου ἀντιχρίστου Οἰκουμενισμοῦ, κατά τό ὁποῖον «μετά ἀπό τά διαχρονικῶς προκληθέντα πλεῖστα σχίσματα, πλέον δέν ὑπάρχει Αὑτή ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, διότι Αὕτη διεμελίσθη καί ἐσκορπίσθη δι' αὐτῶν εἰς πολλάς ἐπί μέρους «Ἐκκλησίας»! Ἑκάστη δέ ἐξ αὐτῶν τῶν πολλῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει μόνον μέρος ἐκ τῆς ἀληθείας καί ὄχι τήν καθολικήν ἀλήθειαν». Δηλαδή πρωτίστως καί οὐσιωδῶς βλασφημεῖται ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας καί θεωροῦνται ὡς ἐπί μέρους «Ἐκκλησίαι» ὅλαι αἱ Σχισματοαιρέσεις! Ἑπομένως σαφῶς ἔχομεν πλήρη ἄρνησιν καί βλασφημίαν κατά τῆς Ἐκκλησίας! Πέραν τούτων λέγουν περαιτέρω ὅτι, «ἔχουμε καθῆκον νά ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες, ὥστε διά τῆς ἑνώσεώς μας αὐτῆς, νά προκύψη πάλιν αὐτή ἡ διά τῶν Σχισμάτων ἀπωλεσθεῖσα μία Ἐκκλησία»!!! Καί ἐπάγονται: «Εἰς αὐτήν τήν ἕνωσιν δέν θά ληφθοῦν ὑπ' ὄψιν αἱ Δογματικαί διαφοραί, (δηλαδή αἱ αἱρέσεις), διότι αὗται χωρίζουν, ἀλλά θά γίνη μέ βάσιν τήν χριστιανικήν ἀγάπην, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τήν ἑνότητα»!!! Αὐτοί πλέον διά τῶν ἀνωτέρω ἐσχάτων βλασφημιῶν των, εὐθέως καί ἀπροκαλύπτως κραυγάζουν ὅτι εἶναι πρόδρομοι τοῦ ἀναμενομένου ἀντιχρίστου μέ τό «σφράγισμα» κ.λπ.!!! Η ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΙΣΧΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΝ Αὕτη ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς γνωστόν, προέκυψεν καταφανῶς καί ἐπισήμως κατ' ἀρχάς τό 1920, διά τῆς ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗΣ «Ἐγκυκλίου τῆς Πατριαρχικῆ Συνόδου τῆς Κων/λεως», ἐμεθοδεύθη δέ καί προωθήθη τό 1923 διά τοῦ λεγομένου «Πανορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κων/λεως», οὐσία ὅμως Μασονικοῦ-Οἰκουμενιστικοῦ, καί ἐπεβλήθη διά τῆς δικτατορικῶ τῶ τρόπω ἐπιβολῆ τοῦ Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου τό 1924, ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. Ἀπορεῖ καί ἐξίσταται κάθε Ὀρθόδοξος, πῶς ταῦτα ἀπετολμήθησαν κατά τό 1920-1924 ὑπό Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων καί Συνόδων, ὑποτίθεται Ὀρθοδόξων μέχρι τότε!!! Βεβαίως, κάθε ἄλλο παρά Ὀρθόδοξοι ἦσαν, δεδομένου ὅτι πρό πολλοῦ εἶχον διαφθαρεῖ ὑπό τῆς Παναιρετικῆς Δύσεως (Παπισμοῦ καί Προτεσταντισμοῦ) καί ἰδιαιτέρως ὑπό τῆς ἑβραιομασονίας, ἡ ὁποία κατηύθυνεν τά πράγματα ἀκόμη καί διά Μασόνων Πατριαρχῶν καί Ἐπισκόπων!!! Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι προκειμένου νά διατυπωθῆ, ἀποφασισθῆ καί ὑπογραφῆ ἡ περιβόητος παναιρετική «Συνοδική-Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920», προηγήθη μακρά κοινή προεργασία Παπικῶν Προτεσταντῶν καί Ὀρθοδόξων καί δή εἰς τόν χῶρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καθ' ἥν διετυπώθησαν ἰδιαιτέρως σχέδια αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου ὑφ' ὅλων, (αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξων), καί κατά τό προβλεπόμενον, κατόπιν θά ἐπελέγετο μεταξύ ὅλων τό καλύτερον, τό ὁποῖον θά διετυπώνετο εἰς ἐγκύκλιον ὑφ' ὅλων ἀποδεκτήν!... Παράδοξον τό ἀποτέλεσμα ἀλλά πραγματικόν! Ὅτε ἀνεγνώσθησαν καί ἐμελετήθησαν τά συντεταγμένα σχέδια αὐτῆς τῆς πρός ἔκδοσιν ἐγκυκλίου, (τά ὁποῖα, ὅπως ἐλέχθη, συνετάγησαν ἰδιαιτέρως παρά τῶν Παπικῶν, Προτεσταντῶν καί Ὀρθοδόξων), ἀπερρίφθησαν ὅλα καί μέ ἐνθουσιασμόν οἱ Παπικοί καί Προτεστάνται ἐνέκριναν τό κείμενον τοῦ «Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου», ὡς τήν καλυτέραν ἔκφρασιν τοῦ Σατανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ!!! Τό κείμενον αὐτῆς τῆς ὑπογραφείσης «Πατριαρχικῆς-Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου», ἐκτυπωθέν ἐν τοῖς Τυπογραφείοις τοῦ Πατριαρχείου, ἐπισήμως, πλήν μυστικῶς, ἀπεστάλη εἰς τούς Προκαθημένους ὅλων ἀδιακρίτως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἤτοι Ὀρθοδόξων καί σχισματοαιρετικῶν!... Τό ἐν λόγω κείμενον ἔχει δημοσιευθεῖ, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ πρωτοτύπου, εἰς τό βιβλίον, «ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ τοῦ κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ», Ἀθῆναι 1985. Εἰς τό ἴδιον βιβλίον ἐκτίθενται καί τά περί τοῦ λεγομένου «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ 1923», οὐσία ὅμως, ὡς προελέχθη, Μασονικοῦ ἐκτρώματος! Ἐπίσης ἐκτίθεται καί ἡ μέ βάσιν τό ψεῦδος, τήν ἀπάτην καί ἰδιαιτέρως τήν δολιότητα, ἐπιβολή τοῦ Παπικοῦ νέου ἡμερολογίου, ὑπό τοῦ μόλις πρός τόν σκοπόν αὐτόν, ἐκλεγέντος (Ἰούνιος 1923) εἰς Μητροπολίτην Ἀθηνῶν, τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί ἀμέσως μετωνομασθέντος εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν. Ταῦτα πάντα ἐκτίθενται καί εἰς τό βιβλίον τοῦ Θεοκλήτου Στράγκα «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ» Τόμος Β΄. Η ΑΜΕΣΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ἡ ἄμεσος, ἀλλά καί σθεναρά ἀντίδρασις, ὑπό τοῦ πιστοῦ λείμματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δι' ἧ ἀντιμετωπίσθη ὅλη αὕτη ἡ ΕΣΧΑΤΗ καί ΜΕΓΙΣΤΗ Προδοσία-Αἵρεσις κατά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἱστορική καί ἀποτελεῖ σημαντικόν σταθμόν εἰς τήν νεωτέραν ἱστορικήν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο τό πιστόν λεῖμμα τῆς Χάριτος, μέ μόνα δεδομένα τήν Ὀρθόδοξον συνείδησίν του καί τό ὑπό τῶν τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ 16ου αἰῶνος, ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ καί ΑΠΕΡΙΜΜΕΝΟΝ τοῦ Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, ἐν τέλει δέ καί τήν διάχυτον δυσωδίαν ἐκ τῶν ἀθλίων πράξεων καί γεγονότων τοῦ 1920, 1923 καί 1924, εἶπεν καί πάλιν ΟΧΙ εἰς τήν καταδεδικασμένην Παπικήν Καινοτομίαν τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ. Κατ' ἀρχάς τό ΟΧΙ αὐτό ὑπό τοῦ πιστοῦ λείμματος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐστηρίχθη ἐπί τοῦ δεδικασμένου τῆς Καινοτομίας ὑπό τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, ἐπί Ἱερεμίου τοῦ Β΄ τοῦ Τρανοῦ (κατά τά ἔτη 1583, 1587 καί 1593), καί ἐπί τοῦ γεγονότος ὅτι ἐπί ὁλόκληρα 342 ἔτη (1583-1924), ἡ Ὀρθοδοξία ἐσεβάσθη αὐτάς τάς καταδικαστικάς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Ἁγίων Συνόδων! Οὕτω τό πιστόν τοῦτο λεῖμμα αὐθημερόν, ναί, αὐθημερόν(!), ὡμολόγησεν καί διεκήρυξεν ὅτι δέν δέχεται, ἀλλά καί καταδικάζει τήν ἐπιβολήν τῆς Καινοτομίας, συνωδά ταῖς ἀνωτέρω Ἁγίαις Πανορθοδόξοις Συνόδοις, τάς ἀποφάσεις τῶν ὁποίων ἐθεώρησεν καί ἀξιολόγησεν ὡς ἀποφάσεις ἐχούσας τό κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀφοῦ καί αἱ ἐν λόγω Πανορθόδοξοι Σύνοδοι ἐλειτούργησαν καί ἐνήργησαν ὡς ἀδιάκοπος συνέχεια ἐκείνων, ἐν τῶ ἰδίω πνεύματι τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἄς ἔλθουν κἄν σήμερον οἱ καινοτόμοι, ὅπως ἄλλωστε ἀδιαλείπτως τούς καλοῦμεν, νά διαλεχθῶμεν δημοσίως, δηλαδή ΕΠΙΣΗΜΩΣ, ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ καί ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ, διά νά προκύψη τί ἔγινε τόν 16ον αἰῶνα, διατί ὄχι μόνον δέν ἐγένετο δεκτή τότε ὑπό τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ Παπική Νεοημερολογιτική Καινοτομία τοῦ 1582, (τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ ΙΓ΄), ἀλλά καί κατεκρίθη καί κατεδικάσθη! Διατί ὅμως αὗται αἱ καταδικαστικαί ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, ὅπως ἐλέχθη, ἔγιναν σεβασταί ἐπί περίπου 4 αἰῶνας, καί ἀπό τό 1920-1924 τά πάντα διεγράφησαν. Διότι ὁ Οἰκουμενισμός, ἀνεξέλεγκτος πλέον, ἄλλοτε ὡς πονηρά ἀλώπηξ καί ἄλλοτε ὡς λυσσασμένος λύκος, τρέχει, πλανᾶ καί κατασπαράσσει Ὀρθοδόξους. Οὕτω θά ἴδη πᾶς τις ἐνδιαφερόμενος καί ποίας συνεπείας ἔσχεν καί ἔχει ἐξ ἀρχῆ ἡ Παπική καινοτομία, ἡ «διορθοσούλα» ὅπως τήν ἀποκαλοῦν, καί ποῦ εὕρηται σήμερον ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δηλαδή εἰς τόν Παπικόν-Νεοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν, ἤ εἰς τό Πιστόν Λεῖμμα τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὁποῖον τό 1924 δέν ἐκοινώνησε τῆς Καινοτομίας των, ἀλλά καί τήν ἐνέπτυσεν τρίς καί τήν ἀπέκλεισεν συνωδά τῶν ἀποφάσεων τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ 16ου αἰῶνος. Ἄς μήν βιασθῆ οὐδείς νά εἴπη αὐτό τό ὁποῖον ἰσχυρίζεται ὁ Νεοημερολογιτισμός: «μετά ποίου νά διαλεχθῶμεν, καθ' ἥν στιγμήν δέν ἐλέγχεσθε ἀπό τάς διαιρέσεις σας, δηλαδή τά παλαιοημερολογιτικά σχίσματα, τά ὁποῖα ἕκαστον βλασφημεῖ ὅτι εἶναι Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ.»; Ὄχι, λέγομεν πρός ὅλους αὐτούς, διότι «αἱ Παλαιοημερολογιτικαί αὗται Ἐκκλησίαι», εἶναι ἐκτρώματα τῶν ἐγκαθέτων Νεοημερολογιτῶν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι μέ τά σχίσματα ἐνήργησαν καί ἐνεργοῦν καί ταύτην τήν ἐσχάτην ἱεροσυλίαν διά λογαριασμόν τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ!... Προεκάλεσεν λοιπόν τά σχίσματα αὐτά ὁ Νεοημερολογιτισμός, διά τῶν ἐγκαθέτων του, καί μέ πρῶτον τόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον Καβουρίδην τό 1937, διότι δέν ἦτο καί δέν εἶναι καί σήμερον εἰς θέσιν νά παρακαθήση εἰς ἕνα Κανονικόν καί Ὀρθόδοξον Διάλογον καί νά ἀντιμετωπίση τά αἴτια, τούς σκοπούς, καί ἐν γένει τήν ἱστορικήν καί ἀναμφισβήτητον πραγματικότητα, ἀπό τό 1920, 1923 καί 1924 καί κατόπιν καί μέχρι σήμερον!... Ἡμεῖς ὡς Ἱερά Σύνοδος καί σήμερον, χάριτι Χριστοῦ, ἐν πλήρει ἐπιγνώσει ζητῶμεν ὅπως κατ' ἀρχάς ἐξετασθῆ τό Σχίσμα τοῦ 1924, καί κατόπιν καί ὅλα τά ὑπό τῶν ἐγκαθέτων προκληθέντα «Παλαιοημερολογιτικά» Σχίσματα, ἤτοι τοῦ 1937, γνωστοῦ ὡς Φλωρινικοῦ, μεθ' ὅλων τῶν θυγατρικῶν του, καθώς καί αὐτά τοῦ 1995 καί τοῦ 2005. Ἀμφότερα καί ταῦτα προκληθέντα ὑπό ἐπιόρκων πρώην ἐπισκόπων μας βεβαιοῦν ὅτι εἰς τάς ἡμέρας μας κατεληστεύθη ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική συνείδησις ὄχι μόνον τοῦ πιστοῦ Λαοῦ, καί πλέον, ὡς ἤδη προείρηται, Νεοημερολογῖται καί Παλαιοημερολογῖται εἰς τήν πλειονότητά των ἁπλῶς ΘΡΗΣΚΕΥΟΥΝ, ὅπως οἱ ὀπαδοί ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἤτοι τῶν διαφόρων ἀνθρωπίνων θρησκευτικῶν κατασκευασμάτων!... Σήμερον εἰς τούς περισσοτέρους «Παλαιοημερολογίτας» ἐπικρατεῖ μία νοσηρά θρησκευτικότης καί ὄχι ἡ Χριστιανική Ὀρθόδοξος Πίστις! Χριστιανός Ὀρθόδοξος εἶναι ὁ πιστός, ὁ ὁποῖος ἔχει μυστικήν σχέσιν καί κοινωνίαν μετά τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, καί προσωπικῶς μετά τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ μυστικῶς καί ὑπό ὑποκειμενικάς προϋποθέσεις, ἐπιτυγχάνεται μόνον ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὡς Ἱερά Σύνοδος, ταῦτα προτάσσομεν, προκειμένου νά ἀκολουθήση ἡ ἀνάλυσις καί ὁ ἔλεγχος τῆς μόλις τελευταίας περιόδου, καθ' ἥν διά τῶν πολλῶν ἐνσκυψασῶν Παλαιοημερολογιτικῶν ψευδοσυνόδων καί ψευδοεκκλησιῶν, πλέον προωθεῖται καί ὁ χείρων τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδή ὁ Παλαιοημερολογιτικός, ὁ ὁποῖος καταφανῶς ἐξυπηρετεῖ τό ἔργον τοῦ ἀντιχρίστου, ἀφοῦ δι' αὐτῶν τῶν ψευδοσυνόδων καί ψευδοεκκλησιῶν, ἐπιχειρεῖται καί ἐνεργεῖται ἡ μεγίστη σύγχυσις καί κορυφώνεται ἡ μεγίστη καί ἐσχάτη βλασφημία κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου ἐπιβάλλεται ἡ ἔκθεσις καί ἔλεγχος ὅλων αὐτῶν τῶν ψευδοεκκλησιῶν, ὡς εὐθέως βαλλουσῶν κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΦΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω εἶναι προφανές ὅτι ζῶμεν εἰς ἀποκαλυπτικούς χρόνους, ἡ δέ εὐθύνη μας εἶναι μεγίστη! Ὡστόσον δέν πρέπει νά μᾶς ἀπασχολῆ καί νά μᾶς προβληματίζη τό γεγονός ὅτι σήμερον ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τήν Ἑλλάδα ἀλλά καί γενικώτερον ἐκπροσωπεῖται καί ἐκφράζεται ὑπό ἐλαχίστων, ταπεινῶν καί ἀδυνάμων κατά κόσμον, διό πρωτίστως δέον ὅπως μᾶς διακρίνη ἡ χριστιανική ταπείνωσις καί ἔχωμεν ζῶσαν ἀγάπην, Πίστιν καί ὁμολογοῦμεν αὐτήν. Ὑπ' αὐτάς τά προϋποθέσεις δυνάμεθα νά ἐλπίζωμεν καί νά πιστεύωμεν ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὅπως προελέχθη, παρατείνεται εἰς τούς αἰῶνας διά τῆς Ἐκκλησίας Του, θά μᾶς ἀξιώση, κατ' αὐτάς τάς πολύ δυσκόλους ἡμέρας, νά φανῶμεν ἄξιοι Διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων εἰς τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας καί γενικώτερον ὅλοι ἄξια μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅσα ἀκροθιγῶς ἤδη ἐξεθέσαμεν διά τήν ἀποκαλυπτικήν Ἐκκλησιαστικήν περίοδον 1920-1924 καί ἐντεῦθεν, εἶναι ἀσφαλῶς ὀλίγα ἐκ τῶν πολλῶν, ὡστόσον ὅμως, σημαντικά καί ἱκανά διά κάθε εὐλαβῆ, ὥστε νά προβληματισθῆ καί ἀναζητήση νά μελετήση τήν περίοδον αὐτήν περισσότερον, προκειμένου νά πάρη θέσιν ὡς πρόσωπον, τό ὁποῖον ἀναζητεῖ τήν Σωτηρίαν του. Συνεχίζοντες τήν μελέτην-ἔκθεσιν τῶν σημαντικῶν σταθμῶν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιόδου ἀπό τό 1924 καί ἐντεῦθεν, καθ' ἥν ἐπιμελῶς, προεκλήθησαν μισητά Σχίσματα ἤ μᾶλλον Σχισματοαιρέσεις καί Ψευδοεκκλησίαι, καλούμεθα νά ἐπιδείξωμεν τήν δέουσαν ἀνησυχίαν καί προσοχήν, δεδομένου ὅτι δέν πρόκειται περί ὡρισμένων θεμάτων τά ὁποῖα ἔκλεισαν, ἀλλά συνεχίζονται καί πρό πάντων ἀποτελοῦν προπετάσματα αὐτοῦ τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Εἰς τό σημεῖον αὐτό ὡς Ἱερά Σύνοδος ἐπαναλαμβάνομεν τήν μεγάλην ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἤδη διετυπώθη καί ἐτονίσθη, ὅτι γενικῶς ὁ Νεοημερολογιτικός-Οἰκουμενισμός, δέν ἠδυνήθη ποτέ ἐλεύθερα καί βάσει τῆς ἀληθείας καί τῶν πραγματικῶν ἱστορικῶν γεγονότων νά συζητήση, δηλαδή δέν ἐτόλμησε νά διαλεχθῆ ἐπί τοῦ θέματος «Τό σχίσμα τοῦ 1924», ὅπως ἐπανειλημμένως, ἀλλά καί πάλιν ἐπισήμως διά τοῦ παρόντος τοῦ ζητεῖται! Ἄν, ὡς διατείνεται, ἐκπροσωπῆ καί ἐκφράζη τήν Ἐκκλησίαν, ἰδού νά παρακαθήση ἐπί τῆς κοινῆ τραπέζης διά νά ἐξετάσωμεν τό θέμα καί ὅπου προκύψη ἡ ἀληθής Ἐκκλησία, ἐκεῖ ἐν ταπεινώσει νά ὑποταχθῶμεν ὅλοι! Πῶς καί διατί μέχρι σήμερον ὁ Νεοημερολογιτισμός ἐν τῶ συνόλω του σιωπῶν ἐπί τῆς οὐσίας, κάκιστα δέ ἀμυνόμενος ἐξαντλεῖται εἰς ὅλως ψευδεῖς διαστροφάς, προκαλεῖ σχίσματα καί μονίμως θρασύτατα ἀντιποιεῖται τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος; Εἶναι σοβαρά, ἀλλά καί ἀπολύτως καθαρά εἰς τήν ἔρευνά των, τά θέματα καί δέν ἐπιδέχονται διαστροφάς, ψεύδη καί ἀπάτας. Ἡ ἱστορική καί ἡ πραγματική ἀλήθεια διά τάς Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ 1583, 1587 καί 1593 δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβητήσεις! Νά ἐξετασθῆ ἑπομένως ἀπό ἱστορικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ἡ ἀλήθεια καί τό κῦρος τῶν ἀποφάσεων, Αὐτῶν τῶν Ἁγίων Πανορθοδόξων Συνόδων. Διατί αἱ ἐν λόγω ἀποφάσεις ἔγιναν σεβασταί ἀπό τότε καί μέχρι τό 1924, καί διατί τό 1924 κατελύθησαν; Ὑπό ποίας δεοντολογίας καί τίνι τρόπω ἐπεβλήθη ὁ Παπικός Νεοημερολογιτισμός; Εἶναι Οἰκουμενισμός ἤ ὄχι, ὁ ἐπιβληθείς τό 1924 Νεοημερολογιτισμός; Εἶναι τό πρῶτον πραγματικόν βῆμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας, καθώς ἀναφέρεται εἰς τήν ἐγκύκλιον τοῦ 1920 καί ὅπως ἔκτοτε διαχρονικῶς προκύπτει ἐν τῆς πράξει ἤ ὄχι; Ὡς ἐκ τούτων καί μόνον, δέν εἶχον καθῆκον νά τόν ἀρνηθοῦν τό 1924 καί νά παραμείνουν ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν οἱ Πατέρες μας καί ἀκολούθως καί ἡμεῖς; ΕΥΛΟΓΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΧΟΝ! Τό 1924 προκύπτουν «Παλαιοημερολογῖται» ἤ οἱ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΙ; Ἰδού διατί ἐπιβάλλεται ἡ ἐπί τῶν πηγῶν καί τῶν πραγματικῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἐντριβή καί πραγματικός διάλογος ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία. Ἐν προκειμένω ἀπαιτεῖται, ὅσον εἶναι δυνατή, ἡ ἀναφορά εἰς χαρακτηριστικούς σταθμούς τῆς πορείας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τό 1924 μέχρι σήμερον, καί κυρίως πῶς καί διατί προέκυψαν αἱ Παλαιοημερολογιτικαί Σχισματοαιρέσεις-ψευδοεκκλησίαι, ἐνῶ προηγουμένως δέον νά τεθῆ καί πάλιν τό ἐρώτημα: Ἡδύνατο τό 1924 καί ἐδικαιοῦτο ἀπό Ὀρθοδόξου καί Κανονικῆ ἀπόψεως τό Πιστόν Λεῖμμα τῆς Χάριτος νά ἀπορρίψη καί ἀποκηρύξη ὡς σχισματοαίρεσιν τόν Νεοημερολογιτισμόν, μέ μόνον δεδομένον τό ὑπό τῆς Ὀρθοδοξίας ΚΑΤΑΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ τοῦ Παπικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ ἤδη ἀπό τόν 16ον αἰῶνα; Ἐκεῖναι αἱ Πανορθόδοξοι Σύνοδοι τοῦ 16ου αἰῶνος καί αἱ ἀποφάσεις των, ἦσαν καί παρέμειναν ἀλλά καί παραμένουν εὐθυγραμμισμέναι μέ τήν Καθολικήν Ὀρθοδοξίαν, τῶν Ἁγίων 7 Οἰκουμενικῶν καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἁγίων Συνόδων, ἤ ὄχι; Πῶς λοιπόν, ὑπό ποίων καί διατί κατελύθησαν; Ποίας συνεπείας ἔσχεν διά τούς καινοτόμους ἐκείνους καί τούς μέχρι σήμερον, τό μοιραῖον γεγονός τοῦ 1924, τό ὁποῖον ἔλαβεν τεραστίας διαστάσεις, ἀφοῦ σημειωθήτω ὅτι ἐν μικρᾶ παρόδω τοῦ χρόνου, ἐγένετο καί ἡ ἀποκάλυψις, α) Τῆς «Ἐγκυκλίου τοῦ 1920», β) Τοῦ Ὀρθῶς χαρακτηριζομένου «Μασονικοῦ Συνεδρίου τοῦ 1923» καί γ) Τῆς δικτατορικῶ τῶ τρόπω ἐπιβολῆ τοῦ Παπικοῦ ἡμερολογίου, «ὡς πρώτου βήματος πρός τόν Οἰκουμενισμόν»! Ὡς ἐκ τούτου ὡς Ἱερά Σύνοδος κρίνομεν ὅλως ἀπαραίτητον καί πάλιν νά τονισθῆ ὅτι μέχρι καί σήμερον οἱ Καινοτόμοι Σχισματοαιρετικοί, ὄχι μόνον δέν κατεδέχθησαν νά διαλεχθοῦν, ἀλλά δέν ἔπαυσαν καί νά ψεύδωνται, νά ἐξαπατοῦν καί νά βλασφημοῦν, καί τοῦτο ἀποκλειστικῶς διά νά ἐπιβιώνη ἡ ἐσχάτη σχισματοαίρεσις τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ καί Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ! ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΚ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΨΕΥΔΩΝ ΤΩΝ Κατονομάζωμεν ὡρισμένα ψεύδη τῶν ἀμετανοήτων Καινοτόμων, τά ὁποῖα ἀναμασῶνται διαχρονικά: α) «Δέν εἶναι, λέγουν, γνήσιαι αἱ Πανορθόδοξοι ἀποφάσεις τοῦ 16ου αἰῶνος»! Τοῦτο εἶναι γελοῖον ψεῦδος καί ἀνάξιον τούτη τήν ὥρα νά ἀναθεωρηθῆ, διότι αἱ πηγαί εἶναι ἀπολύτως ἀξιόπιστοι, τό δέ συγκεκριμένον γεγονός μαρτυρεῖται καθολικῶς ἀπ' ὅλους τούς ἱστορικούς, ἀκόμη καί ἀπ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τολμοῦν νά ψεύδωνται, ἐνῶ ταυτοχρόνως δέν ἐντρέπονται διότι αὐτοδιαψεύδονται, ὑπό τῶν ἰδίων των συγγραμμάτων των, ὅπως ὁ ἡγηθείς καί ἐπιβαλών τόν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν, τόν Μάρτιον τοῦ 1924 Χρυσόστομος Παπαδόπουλος! Ἰδού λοιπόν τό πρῶτον, καθ' ἡμᾶς, ψεῦδος των νά ἐξετασθῆ. β) Εἶναι «σχισματικοί» λέγουν, οἱ «Παλαιοημερολογῖται»! Ὄχι, δέν εἴμεθα οὔτε «σχισματικοί», οὔτε «Παλαιοημερολογῖται», διότι τόσον οἱ Πατέρες μας τό 1924, ὅσον καί ἡμεῖς ἔμειναν καί ἐμμένομεν πιστοί, ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι εἰς τήν ὑπερδισχιλιετῆς ζῶσαν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διό εἴμεθα μόνον ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ. Ἀντιθέτως σχισματοαιρετικοί κατεστάθησαν τό 1924 οἱ δεχθέντες τόν καταδικασμένον Παπικόν καί κατ' ἐπέκτασιν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν! Δηλαδή οἱ Πατέρες μας μέχρι τό 1924 ἦσαν «Παλαιοημερολογῖται»; γ) «Δέν ἔχουν οἱ Παλαιοημερολογῖται Ἀποστολικήν Διαδοχήν», «δέν ἔχουν μυστήρια»! Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, αὕτη δέν διεκόπη καί δέν ἐξέλιπεν οὔτε λεπτόν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καίτοι ἀπό τό 1924 ἕως τό 1935 ἔλειπεν ὁ ἐπισκοπικός βαθμός, διότι ὁ Δικτάτωρ-Παποκαῖσαρ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἄλλους ἐκ τῶν ἐπισκόπων τῆς Συνόδου του, τούς ἠξηπάτησεν καί ἄλλους τούς ἐφίμωσεν. Παρέμεινεν δέ καί θά παραμείνη εἰς τούς αἰῶνας ὡς ἡ μεγίστη ἐκτροπή τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἡ σχετική Ε΄ Ἱεραρχία τῆς 24-30 Δεκεμβρίου 1923! Ὡστόσον οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς κατά τήν ἀπό τό 1924-1935 περίοδον ἦσαν ἀρκετοί καί ὅλα τά Μυστήρια, ἐκτός τῆς χειροτονίας Κληρικῶν, ἐτελοῦντο ΚΑΝΟΝΙΚΩΤΑΤΑ καί ΕΓΚΥΡΩΤΑΤΑ. Ἑπομένως οὐδέποτε διεκόπη ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, εἰς τούς ἐμμένοντας εἰς τήν δισχιλιετῆς Παράδοσιν, ἐνῶ τό 1935 ἡ Ἐκκλησία ἐπανέκτησεν καί τόν ἐπισκοπικόν βαθμόν, τοῦ ὁποίου ἐπί δεκαετίαν ἐστερήθη, διότι «ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε» ἡ Οἰκουμενιστική Παναίρεσις!... ΕΠΑΝΑΚΤΑΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ Ἀφοῦ λοιπόν τό Ὀρθόδοξον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικοί, Μοναχοί καί Λαϊκοί, ἐδοκιμάσθησαν ἐπί ὁλόκληρον δεκαετίαν, τόν Μάϊον τοῦ 1935, μετά ἀπό 10ετεῖς σκληράς καί ἀδιακόπους διαμαρτυρίας, αἱ ὁποῖαι ἐλάμβανον σοβαράς διαστάσεις καθ' ὅλας τάς Συνοδικάς συνεδριάσεις τῆς ἐξηπατημένης καί καταδυναστευομένης Νεοημερολογιτικῆ Ἱεραρχίας, τό 1935 τρεῖς Ἀρχιερεῖς ἀποκηρύσσουν τήν καινοτόμον Νεοημερολογιτικήν Ἱεραρχίαν καί διακηρύσσουν, κατά τόν πλέον ἐπίσημον καί σαφῆ τρόπον ἐνώπιον 25.000 περίπου Ὀρθοδόξων, τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν ἐπισήμως καί οὔτω ἐπιστρέφουν εἰς τήν πρό τοῦ 1924 Ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν ἀδιακόπως ἐξεπροσώπουν καί ἐξέφραζον οἱ Γ.Ο.Χ. Μετά τήν ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ καί τήν πανηγυρικήν ἕνωσιν, οἱ τρεῖς οὗτοι Ἀρχιερεῖς μετέβησαν αὐθημερόν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῆς Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης παρά τήν Κερατέαν, ὅπου ἐπεκύρωσαν καί τρανώτατα διεκήρυξαν τήν Ὁμολογίαν των, προβάντες χωρίς τήν παραμικράν καθυστέρησιν καί εἰς χειροτονίας ἑτέρων τεσσάρων Κληρικῶν εἰς Ἀρχιερεῖς! Τοῦτο τό γεγονός ὑπῆρξεν ἡ μεγίστη καί ἡ ἰσχυροτέρα ΟΜΟΛΟΓΙΑ, ἡ ὁποία εἰς τήν κυριολεξίαν, ἀπεγοήτευσεν καί ἐτσάκισε τόν Νεοημερολογιτικόν-Οἰκουμενισμόν, ὁ ὁποῖος ἐπερίμενεν, ἐλλείψει Ἀρχιερέων, νά σβήση ἡ Ὀρθοδοξία! Διό, ἀμέσως ἐν μιᾶ νυκτί, ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τῆς συμβολῆς καί τοῦ πολιτικοῦ καθεστῶτος, ἔλαβεν τοιαῦτα μέτρα, ὥστε εἰς ἐλάχιστον χρόνον (αὐθημερόν) διέλυσεν τήν μόλις συγκροτηθεῖσαν Κανονικήν καί Ὀρθόδοξον Ἱεράν Σύνοδον, διώξας καί ἐξωρίσας τούς ὁμολογητάς Ἀρχιερεῖς! Ὡστόσον τήν Συνοδικήν ὁμολογίαν τοῦ 1935 καί πρό πάντων τάς ἐπισκοπικάς χειροτονίας, ἤγουν τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν, παρά τάς ἀπεγνωσμένας ἐνεργείας τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί ὅλων τῶν διαδόχων του, δέν κατώρθωσαν ποτέ νά τήν διακόψουν καί νά τήν ἐξαλείψουν. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος διά τό ὁποῖον ἀπεγνωσμένως, ἀναιδῶς καί ἱεροσύλως ψεύδονται, συκοφαντοῦν καί ἀπατηλῶς ἀγωνίζονται νά αὐτοδικαιωθοῦν! Κηρύττοντες μέ ὅλα τά μέσα πού διαθέτουν ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. δῆθεν «δέν ἔχουν Ἀποστολικήν Διαδοχήν»(!) ὁμολογοῦν λαμπρότερον τοῦ ἡλίου ὅτι οἱ ἴδιοι μέ τόν Νεοημερολογιτισμόν των δέν ἔχουν Ἀποστολικήν Διαδοχήν. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΘΕΤΩΝ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΝ ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Πρό αὐτῆς τῆς πραγματικότητος ὁ Χρ. Παπαδόπουλος καί εὐρύτερον τά σκοτεινά κέντρα τοῦ Παπικοῦ, Προτεσταντικοῦ καί Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤδη ἀπό τό 1932 ἤρχισαν νά ἀποστέλλουν ἐγκαθέτους των, οἱ ὁποῖοι εἰσεχώρησαν καί εἰς τό Διοικητικόν σῶμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆ Κοινότητας τῶν Ὀρθοδόξων, ἤτοι εἰς τήν «Πανελλήνιον Θρησκευτικήν Ἐκκλησιαστικήν Ὀρθόδοξον Κοινότητα», (Π.Θ.Ε.Ο.Κ.), ὥστε κατ' αὐτόν τόν τρόπον νά περιέλθη εἰς χεῖρας των ἡ διοίκησις ὅλων τῶν ἀνά τό Πανελλήνιον 800 ἐνοριῶν καί Παραρτημάτων, καί κατόπιν σύν τῶ χρόνω νά σβήση καί ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί πρό πάντων νά ἐκλείψη ἡ Γνησία καί ἀδιάκοπος ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ εἰς Αὐτήν. Τήν ἰδίαν ἀκριβῶς περίοδον ἔχομεν σαφῆ τήν τάσιν νά μετατρέψουν τήν ἐν διωγμῶ εὑρισκομένην Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἰς ἕναν ἀνώδυνον κενόν «Παλαιοημερολογιτισμόν»! Δηλαδή ὁ Νεοημερολογιτισμός ἐπέτρεπε καί προωθοῦσε (καί συνεχίζει νά προωθῆ) μίαν ψευδοπαλαιοημερολογιτικήν ΚΕΝΗΝ Ἐκκλησιαστικήν Κοινότητα «δεκατριμεριτῶν» καί πάντως ἐξηρτημένην Πνευματικῶς καί Διοικητικῶς ἀπό αὐτόν. Τοῦτο πρέπει νά δεχθῶμεν ὅτι τό ἐπέτυχον ἐν πολλοῖς, ἀλλά καί ἀπέβη καί ἀποβαίνει μοιραῖον κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐξαιρέτως εἰς τάς ἡμέρας μας! Διά τόν λόγον αὐτόν εἶναι μεγίστης σημασίας ὅτι «θέτομεν τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων»! Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Τό ἔργον τοῦτο κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τό τέλος τοῦ 1935, ὑπευθύνως ἀνέλαβεν ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ὅστις ἐσκεμμένως παρέμεινεν εἰς τό Παλαιόν καί μετά τό 1935 καί τό 1937, ὡς ἐγκάθετος «Παλαιοημερολογίτης» τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ! Δηλαδή ἔμεινεν ὄχι μόνον ἕνας κενός παλαιοημερολογίτης, ἀλλά καί ὄργανον, τό ὁποῖον θά ἐξετέλει ὅσα δέν ἡδύνατο νά ἐκτελῆ ὁ Νεοημερολογιτισμός. Ὁ ρόλος του ἐν προκειμένω ἦτο νά στηρίξη ἕναν «παλαιοημερολογιτισμόν», ὑπό τήν πνευματικήν καί διοικητικήν ἐξάρτησιν τῆς Καινοτόμου Σχισματοαιρετικῆ Συνόδου. Ἕναν Παλαιοημερολογιτισμόν χωρίς ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ-ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ καί χωρίς ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, ἀλλά καί ἀπολύτως ἐξηρτημένον διοικητικῶς καί πνευματικῶς ἀπό τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ!... Τά πράγματα καταβοοῦν ὅτι τοῦτο ἀκριβῶς εἰς τάς ἡμέρας μας κατέστη αὐτοσκοπός καί ἐνεργεῖται πυρετωδῶς!... Ἐν πάση συντομία, πρέπει νά εἴπωμεν ὅτι ὁ ἐν λόγω πρώην ὁμολογητής, λόγοις καί ἔργοις, (βεβαίως, καί τοῦτο μόλις δι' ὀλίγους μῆνας, ἤτοι ἀπό τοῦ Μαΐου τοῦ 1935 καί μέχρι τοῦ Φθινοπώρου τοῦ ἰδίου ἔτους), προσέφερεν ὅ,τι ἱερώτερον, πολυτιμώτερον καί Ἐκκλησιαστικώτερον ἠδύνατο νά προσφέρη, καί αὐτό ἦτο ἡ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ! Δυστυχῶς ὅμως διά τόν ἴδιον, ἀπό τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 1935, εὑρισκόμενος εἰς τήν ἐξορίαν, ἐπισήμως πλέον ἤρχισεν νά ἀρνῆται καί νά ἐμπτύη κατά τῆς ἀπό τοῦ Μαΐου τοῦ 1935 καλῆς Ὁμολογίας καί ἐπί τῶν ἱστορικῶν ἐκείνων Ἐπισκοπικῶν Χειροτονιῶν! Ἐνήργησεν ὡς νά ὥμοσεν εἰς τόν Πονηρόν νά διακόψη καί ἐξαλείψη γενικῶς τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί κυρίως, πάση θυσία, νά μήν γίνη πλέον νέα χειροτονία οὔτε ἐπισκόπου, οὔτε ἱερέως ἤ Διακόνου! Οὕτω ἐπίστευεν ὅτι θά ἐξέλιπεν σύντομα καί ἡ ἀρχιερωσύνη καί ἡ Ἱερωσύνη καί οἱ Ὀρθόδοξοι θά ἀνεζήτουν κληρικούς ἀπό τόν Νεοημερολογιτισμόν ὁπότε δολίως θά ἐξηρτῶντο ἀπό πάσης ἀπόψεως, Διοικητικῆ καί Πνευματικῆ ἀπό αὐτόν, κατ' αὐτόν δέ τόν τρόπον τό «Παλαιοημερολογιτικόν» ἤδη θά ἦτο πολύ γρήγορα λελυμένον! Αὐτό ἀκριβῶς τό ἔργον ἀνέλαβεν νά ἐκτελέση καί ὁλοκληρώση ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καββουρίδης! Τά γεγονότα σήμερον καταβοοῦν αὐτάς τάς ἀληθείας, διότι ἰδιαιτέρως σήμερον κραυγαλέως ἐνεργοῦνται συστηματικώτερον. Περιττόν νά τονίσωμεν τό γεγονός ὅτι τό προκληθέν Φλωρινικόν Σχῖσμα, δέν παρέμενεν μόνον ὡς χαίνουσα πληγή εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά προεκάλεσε καί ἕτερα «θυγατρικά» τοιαῦτα... ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΡΟΣΚΡΟΥΟΥΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠ’ ΑΥΤΟΥ ΜΟΝΟΥ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΟ 1948 Ἐν ἀντιθέσει πρός τόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον, ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος, παραμείνας εἰς τήν ἀπό τό 1924 Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί ἐνδιαφερόμενος νά μήν ἐκλείψη καί ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἐποίησεν τό πᾶν ἵνα φέρη εἰς τήν ἀρχικήν του ὁμολογίαν τόν πρ. Φλωρίνης καί πρό πάντων νά προβοῦν ἀπό κοινοῦ εἰς νέας ἐπισκοπικάς χειροτονίας πλήν δέν τό ἐπέτυχεν, διότι αἱ σκοτειναί δυνάμεις δέν ἔπαιζον!... Ἐπίσης καί ὁ ἐπαμφοτερίζων Κυκλάδων Γερμανός Βαρυκόπουλος, (ὁ ὁποῖος ἐχειροτονήθη εἰς ἀρχιερέα τό 1935), ἄλλοτε ὡμολόγει καί ἄλλοτε ἐσιώπα, ἐνῶ μονίμως ἠρνεῖτο νά συμμετάσχη εἰς νέαν χειροτονίαν ἐπισκόπου, ὡς τοῦ προέτεινεν καί τόν παρεκάλει ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος! Οὗτος ἐν τέλει, καί ἐπισήμως περί τό 1947, συνεμάχησεν καί ἡνώθη μετά τοῦ πρ. Φλωρίνης... Πρό αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζετο περισσότερον ἀπό μίαν δεκαετίαν (1937-1947), καί ἐνῶ ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος πλέον εὑρίσκετο εἰς τάς δυσμάς τοῦ βίου του, (τόν ἐχώριζεν μόνον ἑνάμισυ ἔτος περίπου ἀπό τῆς ὁσίας καί ὁμολογιακῆ Κοιμήσεώς του († 15.5.1950), ἤτοι τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1948, κατόπιν ὁμοφώνου ἀποφάσεως σύμπαντος τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τῶν Μοναχῶν, ἀλλά καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὗτος ἐπαναλαμβάνομεν ὁ κατ' ἐξοχήν ἀπό τήν πρώτην ὥραν ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ Βρεσθένης ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ΥΠΕΡΒΑΣ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗΝ ΤΑΞΙΝ, ΕΧΕΙΡΟΤΟΝΗΣΕΝ ΜΟΝΟΣ ΑΥΤΟΣ ΤΟΝ ΠΑΝΟΣΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΕΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ! Κατόπιν τούτου, ἀπό κοινοῦ οἱ δύο αὐτοί Ἀρχιερεῖς, ἀνέδειξαν 5μελῆ Ὀρθόδοξον Ἱεράν Σύνοδον. Ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος ἔχων βαθεῖαν καί ζῶσαν συνείδησιν περί τῆς Ἐκκλησίας, Ὀρθώτατα τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1948 ΥΠΕΡΕΒΗ τήν Κανονικήν Τάξιν, διά νά μήν ἐκλείψη ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ὡς ἐπεδίωκον οἱ πάντες (Νεοημερολογιτικός καί Παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός) καί εὑρεθῆ ὁ πιστός λαός ὑποχείριος τῶν προδοτῶν. Δηλαδή ἐν προκειμένω κατά παράλληλον ρῆιν τοῦ Κυρίου, εἶπεν καί ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Βρεσθένης ὅτι, «ἡ Κανονική Τάξις ἐγένετο διά τήν Ἐκκλησίαν καί ὄχι ἡ Ἐκκλησία διά τήν Κανονικήν Τάξιν...»!!! Ὁ μεγαλύτερος Διώκτης συκοφάντης καί ἱερόσυλος καί αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρέτου γεγονότος, προέκυψεν καί πάλιν ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καββουρίδης, διότι εἶδεν ὅτι δι' αὐτῶν τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν, ὁ ἀοίδιμος Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Βρεσθένης Ματθαῖος, συνέτριβεν κυριολεκτικῶς τόν Παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενιστικόν Φλωρινισμόν, ἀλλά καί τόν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν! Διό αἱ ἐν λόγω χειροτονίαι τοῦ 1948 ἐστάθησαν ἡ μεγίστη αἰτία καί ἀφορμή νά συνεχίσουν ἀπό κοινοῦ ὁ πρ. Φλωρίνης καί ὁ Νεοημερολογιτισμός καί ἐν γένει ὁ Οἰκουμενισμός, λυσσαλέον διωγμόν, κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στηριζόμενοι ἐπί τῆς διαστροφῆ κάθε ἀληθείας διά τοῦ ψεύδους, τῆς ἀπάτης καί τῆς συκοφαντίας! ἀπό κοινοῦ ἀμφότεροι ἐσυκοφάντησαν καί ἱεροσύλησαν ὅσον ἠδύναντο κατά τῶν συγκεκριμένων ἱστορικῶν ἀποβασῶν χειροτονιῶν! Ὅπως τό 1935 ὁ Νεοημερολογιτισμός ψευδέστατα ἐκήρυξεν ὡς δῆθεν «ἀντικανονικάς» καί «ἀκύρους» ἐκείνας τάς ἐπισκοπικάς χειροτονίας, οὕτω καί τώρα ἀπό κοινοῦ ἀμφότεροι ἐπαναλαμβάνουν τάς ἰδίας διαστροφάς καί ψεύδη! Τό ἀπολύτως ἀληθές εἶναι ὅμως ὅτι τό 1935 οἱ ἐπιστρέψαντες τρεῖς Ἀρχιερεῖς ἐχειροτόνησαν, ἀφοῦ πρῶτον ὡμολόγησαν καί ἐπέστρεψαν εἰς τήν πρό τοῦ 1924 Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀπεκήρυξαν τόν Νεοημερολογιτισμόν καί πάντως πρό τῆς ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ), «καθαιρέσεώς» των! Εἶναι ἀπολύτως σαφές καί ἱστορικῶς ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΟΝ, ὅτι τό 1935 ἤδη εἶχον προηγηθεῖ Κανονικῶς καί Ὀρθοδόξως αἱ χειροτονίαι καί μετά ἠκολούθησεν ἡ ἀνόητος πρᾶξις τῆς «καθαιρέσεως» ἀλλά καί τῆς ἐξορίας, ἀποκλειστικῶς, διότι ΕΧΕΙΡΟΤΟΝΗΣΑΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ!!! Βεβαίως καί ἄν ἀκόμη, καθ' ὑπόθεσιν λέγομεν, αἱ ἐπισκοπικαί ἐκεῖναι χειροτονίαι τοῦ 1935 εἶχον γίνει ὑπό «καθηρημένων», ἡ τοιαύτη πρᾶξις «καθαιρέσεως» ὑπό τοῦ ἀποκεκηρυγμένου Σχισματοαιρετικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, καί ὑπό τό φῶς τῆς Ὁμολογίας Ἐκκλησιολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΟΥΔΕΝ θά ἐκέκτητο κῦρος καί ΟΥΔΕΜΙΑΝ συνέπειαν θά εἶχεν ἐπί τῶν ἐπισκόπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐχειροτόνησαν, καθώς καί ἐπί τῶν χειροτονηθέντων!... Η ΠΕΡΙ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΣ ΣΚΕΥΩΡΙΑ ΤΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ Ἐπαναλαμβάνομεν, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβεν παντί σθένει καί τρόπω νά «ἀκυρώση» τάς χειροτονίας καί τοῦ 1948, ὑπῆρξεν ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος! Οὗτος ἐνῶ συστηματικῶς ἠρνεῖτο τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅμως ὅλως ἱεροσύλως ἀντεποιεῖτο τήν Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ., ἀποκαλῶν ὡς τοιαύτην τήν ἀπό τό 1937 σχισματοαίρεσίν του! Ναί, ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΣ, ΑΡΝΗΤΗΣ καί ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ἀποβάς κατ' Αὐτῆς, συκοφαντεῖ τόν Ἐπίσκοπον Βρεσθένης καί τήν ὑπ' αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον ὡς δῆθεν σχισματικῶν (ἔναντι τοῦ ἰδίου!), τό δέ ἀδιανόητον εἶναι ὅτι τό 1950 διακηρύσσει ὅτι «ἐάν τις τῶν Ματθαιϊκῶν Ἐπισκόπων καί Κληρικῶν, θελήση κάποτε νά ἐπιστρέψη (ποῦ; εἰς τό σχίσμα του(!), τό ὁποῖον ἀθεολογήτως καί ὅλως, ἐπαναλαμβάνομεν, κακοήθως ἐχαρακτήριζεν ὡς «Ἐκκλησίαν», ἐκ τῆς ὁποίας τό 1937 ἀπεκόπη δῆθεν ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος), θά ἔδει ὁπωσδήποτε νά χειροθετηθῆ ὡς πρώην σχισματικός»!!! Πρόκειται ἀσφαλῶς περί συνειδητῆς καί πάντως κακοήθους ἱεροσυλίας, τήν ὁποίαν ὅμως ἀποθανόντος τοῦ πρ. Φλωρίνης τό 1955, συνέχισαν οἱ πολύ χείρονες ἐκείνου ὀπαδοί του. Κενοί καί τυφλοί «παλαιοημερολογῖται», παρέλαβον τήν ἀπό 1950 γραπτήν «παρακαταθήκην» τοῦ πρ. Φλωρίνης, καί ἐμεθόδευσαν νά ἐφαρμόσουν τήν περί «χειροθεσίας» ἐντολήν, ἐπί τῶν ἐπισκόπων καί Κληρικῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία «χειροθεσία», ἐπαναλαμβάνομεν καί τονίζομεν, προβλέπεται μόνον διά τούς ἐπιστρέφοντας εἰς τήν Ἐκκλησίαν πρώην σχισματικούς!!! Ὁ ἐντελῶς σκοτισθείς νοῦς τοῦ ἀρνητοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί διά λογαριασμόν τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ προκαλέσαντος τό 1937 τό πρῶτον σχῖσμα-Σχισματοαίρεσιν εἰς τό Σῶμα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διενοήθη μέ αὐτόν τόν τρόπον νά προσβάλη τόσον τάς χειροτονίας τοῦ 1935, ὅσον καί κυρίως τοῦ 1948, ὥστε κατόπιν μοιραίως νά αὐτοκαταλυθῆ καί ἐκλείψη καί ἡ Ὁμολογία- Ἐκκλησιολογία, καί καταστήση ὁλόκληρον τό σῶμα τῶν ἀπό τό 1924 πιστῶν «σχισματικούς», ὅπως εἶχον καταστεῖ σχισματικοί ὁ ἴδιος καί οἱ ὀπαδοί του ἐπισήμως ἀπό τό 1937!!! Εἶναι ἔργον ἀντίχριστον καί ἀντιεκκλησιαστικόν ὅλον τοῦτο ἤ ὄχι; Ὅσον ὅμως τό σχέδιον τοῦτο ἐμεθοδεύθη καί ὅλως ΙΕΡΟΣΥΛΩΣ ἐπεχειρήθη ὑπό τῶν ὀπαδῶν του, τόσον ΑΠΕΤΥΧΕΝ, διότι ἐπιχειρηθέν τό συνέτριψεν ἡ δεξιά τοῦ Κυρίου!... Ἄς τό παρακολουθήσωμεν ὅπως διεδραματίσθη ἀπό τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1971 καί συνεχίζεται μέχρι σήμερον. Τήν σύνοψιν τῶν συμβάντων κατά τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1971 τήν ἐπιχειροῦμεν ὡς Ἱερά Σύνοδος, διότι οἱ πλείονες ἐξ ἡμῶν εἴμεθα αὐτόπται καί αὐτήκοοι μάρτυρες τῶν γεγονότων. Θεωροῦμεν δέ ὡς εὐλογίαν Θεοῦ τήν παροῦσαν Συνεδρίασιν, διότι τόσον ἡμεῖς σήμερον ὡς Μητροπολῖται Μεσογαίας Κήρυκος καί Λαρίσης Ἀμφιλόχιος, ὅσον καί ὁ ἐλλογιμώτατος θεολόγος κ. Ἐλευθέριος Γκουτζίδης, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία ἀπό τότε εἰς τά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, διεδραμάτιζεν σπουδαῖον ρόλον, ὁμιλοῦμεν καί γράφομεν ὡς αὐτόπται καί γνῶσται τῶν τότε γεγονότων. Ὡς γνῶσται λοιπόν, κυρίως ἀπό τήν 3ην Ὀκτωβρίου 1971, ὅτε ἐπέστρεψεν ἡ ἐξαρχία, διαβεβαιοῦμεν ὅ,τι καί ὅσα ἀκριβῶς καί ἐπανειλημμένως πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν καί ἐξαιρέτως ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τήν συνεδρίαν τῆς 8ης Ὀκτωβρίου 1971, ἡ ἐπιστρέψασα ἐξαρχία μας, ἐν ΩΜΟΦΟΡΙΩ και ΕΠΙΤΡΑΧΗΛΙΩ, διαβεβαίωνεν καί διετράνωνεν τήν μαρτυρίαν της, καθ' ἥν ἡ Ἱεραποστολή εἰς τήν ἐν Ἀμερικῆ Σύνοδον τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐπέτυχεν ἀπολύτως διότι: 1) Ἡ Ρωσική Σύνοδος μετά πολλοῦ ἐνδιαφέροντος καί προσοχῆ ἤκουσεν τήν Ἔκθεσιν Πίστεως καί τά ἀφορῶντα εἰς τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί ἰδιαιτέρως τήν ἀπό τό 1924, Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν Αὐτῆς, καί θαυμάσασα τήν ἐπεκρότησεν καί τήν ἀπεδέχθη. 2) Βάσει αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆ τῆς Ὁμολογίας-Ἐκκλησιολογίας, ἐκηρύχθη ἡ Ἕνωσις καί ἀνεγνωρίσθη ἡ ὑφ' ἑνός ἐπισκόπου Χειροτονία τοῦ Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνος καί ὅλαι ὅσαι κατόπιν ἠκολούθησαν ὡς ἀπολύτως πλήρεις καί ἔγκυροι. Δηλαδή ἀνεγνωρίσθησαν ὡς Κανονικαί καί Ὀρθόδοξοι πράξεις, διακονήσασαι ἀποκλειστικῶς τήν Ἐκκλησίαν. Εἰς τήν συνέχειαν, καί διά νά εἰρηνεύσουν οἱ Φλωρινικοί, οἱ ὁποῖοι ἐμαίνοντο κατά τῆς ἀναγνωρίσεως, ὥρισεν ὅπως, διά νά ἐπέλθη ἀγάπη, πραγματοποιηθῆ καί ἡ περιβόητος «Συγχωρητική Εὐχή», ὑπό τόν βασικόν ὅρον ὅτι αὕτη δέν καθήπτατο οὐδαμῶς τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1948. Ἀντιθέτως τοῦτο ἐγένετο διά νά εἰρηνεύσουν καί Ὀρθοδοξήσουν οἱ Φλωρινικοί καί ἑνωθοῦν ἐν τῆς Ἐκκλησία, διότι δέν ἦτο δυνατόν νά εἶναι ἡνωμένη ἡ Ρωσική Σύνοδος μετά τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας καί νά διασαλεύεται ἡ ἕνωσίς της μετά τῶν Φλωρινικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν προκειμένω πρωτίστως δέν εἶχον τήν ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν, ἐπί τῆς ὁποίας ἐκηρύχθη ἡ ἕνωσις μετά τῆς Ρωσικῆ Συνόδου! Ταῦτα πάντα βάσει τῶν ἐπανειλημμένων καί ρητῶν δηλώσεων τῆς ἐξαρχίας μας!... Διά τούς λόγους αὐτούς, ἤτοι διά τήν ἀγάπην, εἰρήνην καί ἕνωσιν καί τῶν Φλωρινικῶν ἐν τῆς ἰδία Πίστει καί Ὁμολογία, ὁ Πρόεδρος τῆς Ρ.Σ. Φιλάρετος, ἠγνόησεν τήν ἐν «Σχεδίω ἀπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν» καί ἰδιαιτέρως τήν παράγραφον, αὐτῆς ἡ ὁποία ἀντιφατικῶς καί ὅλως ἀνοήτως ἀνέφερεν τήν περί «χειροθεσίας» ἀπόφασίν της, ἐνῶ προηγουμένως, εἰς τό αὐτό σχέδιον τῶν Φλωρινικῶν, φέρεται ρητῶς ὡς ἀναγνωρίσασα ἐγκύρους ταύτας. Διά τοῦτο ὥρισεν προφορικῶς νά ἀναγνωσθῆ μιά ἁπλῆ συγχωρητική εὐχή, ἡ ὁποία σαφέστατα ΔΕΝ ΣΥΝΕΙΧΕΤΟ μέ τήν ἀναγνώρισιν τῆς ὑφ' ἑνός χειροτονίας τοῦ 1948. Ἡ συγχωρητική εὐχή, ἡ ὁποία ἐγένετο δεκτή ὑπό τῆς ἐξαρχίας μας εἰς τήν Ἀμερικήν, ἐγένετο κατ' ἄκραν οἰκονομίαν δεκτή καί ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἰς τήν Ἑλλάδα, πάντοτε ὑπό τήν βασικήν προϋπόθεσιν ὅτι δέν εἶχεν ἀπολύτως καμμίαν σχέσιν μέ τάς χειροτονίας τοῦ 1948. Δηλαδή ἡ Συγχωρητική Εὐχή δέν ἀπετέλει παράγοντα διά τήν ἀναγνώρισιν ἀλλά ἠκολούθησεν ὑπό τήν ἀποκλειστικήν δεοντολογίαν νά εἰρηνεύσουν οἱ Φλωρινικοί, ὁμολογήσουν τήν καλήν ὁμολογίαν καί ἐπέλθη καί αὐτῶν ἡ ἐν τῆς Ἐκκλησία Ἕνωσις. Σημειωτέον ὅτι κατά τάς ρητάς δηλώσεις τῆς ἐξαρχίας ἡ Ρωσική Σύνοδος ἐθεωρήθη ὡς Ὀρθόδοξος καί ἕνεκα τούτου κατέστη δυνατή ἡ μετ' αὐτῆς ἕνωσις καθώς καί ἀποδοχή τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς. Ἀπό τῆς 8ης Ὀκτωβρίου ἕως τήν 15ην/28ην Ὀκτωβρίου 1971 συνέβησαν πολλά γύρω ἀπό τό θέμα «Συγχωρητική Εὐχή», τό κυριώτερον δέ ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος κατ' ἀρχάς ἐφέρετο διχασμένη, διότι δύο Ἐπίσκοποί μας ὁ Μακαριστός Τρίκκης καί Σταγῶν Βησσαρίων καί ὁ τότε Μεσσηνίας Γρηγόριος, ἠρνοῦντο νά ἀποδεχθοῦν καί αὐτήν τήν συγχωρητικήν εὐχήν, ἔστω ὡς πρᾶξιν ἀγάπης καί εἰρήνης! Ὅτε ὅμως κατά τόν Ὄρθρον τῆς 15/28 Ὀκτωβρίου 1971, οἱ δύο αὐτοί ἀρχιερεῖς ἐτέθησαν πρό τοῦ διλήμματος καθ' ὅ: «Ἀπόρριψις τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς συνεπάγεται τήν ἐκδίκασιν τῶν δύο Ἐπισκόπων τῆς Ἐξαρχίας καί προφανῶς τήν καθαίρεσίν των», καί ὅτι «ἀπειλεῖται σχῖσμα ἐσωτερικόν», ἐνῶ, ὅλως ἰδιαιτέρως, ἐτονίσθη καί ὑπεγραμμίσθη καί πάλιν ὅτι «ἡ συγκεκριμένη ἄκρα οἰκονομία περί ἀποδοχῆ τῆς Συγχωρητικῆ, δέν ἔχει ΚΑΜΜΙΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ-ΑΝΑΦΟΡΑΝ εἰς τό Μυστήριον τῆς χειροτονίας καί δέν θίγει τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν, τήν ὁποίαν κέκτηται ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἀπολύτως ἐγκύρων Χειροτονιῶν τοῦ 1935 ὅσον καί τοῦ 1948». Κατόπιν τούτων, κατά τήν συγκεκριμένην ἡμέραν καί ὥραν, οἱ δύο Ἀρχιερεῖς ὑπανεχώρησαν καί δέχθησαν καί ἀνεγνώσθη τύποις ἡ «συγχωρητική εὐχή». Οὕτω τό ἀπό τό 1950 καταχθόνιο σχέδιον τοῦ πρ. Φλωρίνης, νά διακόψη τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί δι' αὐτῆς καί τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν, μέσω καί διά τῆς «χειροθεσίας» κατά τόν Η΄ Κανόνα, δηλαδή νά συντρίψη τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί νά καταστήση τούς Γ.Ο.Χ. ἁπλῶς θρησκολήπτους καί ἀρρωστημένους «Παλαιοημερολογίτας», αὐτό λέγομεν τό ἄκρως ἱερόσυλον σχέδιον, δέν ΑΠΕΤΥΧΕΝ ἁπλῶς ἀλλά καί ΣΥΝΕΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΕΚΟΝΙΟΡΤΟΠΟΙΗΘΗ ὑπό τῆς δεξιᾶς τοῦ Κυρίου. ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗΝ ΕΥΧΗΝ. ΑΠΟΠΕΙΡΑΙ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΟΥΝ ΤΑΥΤΗΝ ΙΕΡΟΣΥΛΩΣ ΩΣ «ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΝ»! Ἐπίσης τονίζομεν καί δέον ὅπως ληφθῆ σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν, τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστρέψασα ἐξαρχία μας ἀφοῦ εὐηγγελίσθη τά περί Ὁμολογίας, τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς περί ἀναγνωρίσεως τῶν χειροτονιῶν καί τῆς κατ' ἄκραν οἰκονομίαν καί ὑπό ρητούς ὅρους «συγχωρητικῆς εὐχῆς», ὄχι ἁπλῶς δέν ἐνεφάνισεν οὐδέν ἐπίσημον γραπτόν σχετικόν κείμενον, ἀλλ' οὔτε καί αυτήν τήν ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν, τήν ὁποίαν ἀπό μακροῦ ἡτοίμαζον εἰς τε τήν Ἑλλάδα καί τήν Ἀμερικήν! Τοῦτο δε καταφανῶς ἐπειδή δέν ἐνεκρίθη ὑπό τῆς Ρωσικῆ Συνόδου καί κυρίως, διότι δέν ὑπεγράφη! Αὕτη μόνον ἀπό τό τέλος τοῦ Νοεμβρίου 1971, ὅταν τά πάντα εἶχον τελειώσει, τότε μόνον δημοσιεύεται πρῶτον ὑπό τῶν Φλωρινικῶν καί ἀμέσως κατόπιν καί ὑπό τοῦ Εὐγενίου Τόμπρου, ἐννοεῖται ἀνυπόγραφος ὑπό τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, φέρουσα μόνον τήν ὑπογραφήν τοῦ συμμετέχοντος εἰς τήν ὅλην σκευωρίαν Γραμματέως αὐτῆς, ἤτοι τοῦ Μανχάταν Λαύρου)(1), διά νά μείνη ἔκθετος εἰς τόν αἰῶνα, διότι ὑπέγραψεν ἄθλιον, ἱερόσυλον, ἀντιφατικόν, ψευδές καί ἐπαίσχυντον ἔγγραφον τῶν Φλωρινικῶν ὡς δῆθεν «ἀπόφασιν» τῆς Ρωσικῆ Συνόδου! Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἱερά Σύνοδος δέν ἠσχολήθη μέ αὐτήν τήν «ἀπόφασιν», ἐνῶ ζωηρῶς καί ἀποκλειστικῶς ἠσχολήθη μέ τήν Ὀρθόδοξον ὁμολογίαν διότι οὐδόλως αὕτη προέκυπτε, οὐδέ κἄν ἀνεφέρετο εἰς τήν ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν, ἀλλά καί διότι ἐξετίθετο ἡ Ἐξαρχία μας! ὡς ἐκ τούτου ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐποίησε τό πᾶν δι' αὐτήν τήν ὁμολογίαν καί διά νά μή διασαλευθῆ ἡ κηρυχθεῖσα ἕνωσις, μεθ' ὅ θά ἠκολούθει καί τό περί ἀναγνωρίσεως ἤ «χειροθεσίας» ὡς ἄκρως ἀντιφατικόν θέμα. Δυστυχῶς ὅμως οἱ Φλωρινικοί, ἀλλά καί οἱ συμπράξαντες ἡμέτεροι (Εὐγένιος Τόμπρος, Καλλιόπιος κ.λπ.) ἀνέλαβον νά πραγματοποιήσουν νέον Σατανικώτερο σχέδιον! Δηλαδή, χωρίς θορύβους, ἀλλά καί ἄκρως δολίως καί ὑπούλως, ἐφαντάσθησαν ὅτι ἠδύναντο καί διά τῆς Γκεμπελιστικῆ μεθόδου νά μεταποιήσουν τήν δεδομένην πλέον «Συγχωρητικήν εὐχήν», τήν ὁποίαν ὑπό ρητούς ὅρους καί προϋποθέσεις ἐδέχθη ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐν Ἑλλάδι, εἰς «Χειροθεσίαν» ὡς ἐπί σχισματικῶν κατά τόν Η΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆ Συνόδου! Διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἤτοι τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἀποστολικῆς μας Διαδοχῆς ἐκ τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς καί δι' αὐτῶν ἐκ τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, θά «ἐλύετο τό Παλαιοημερολογιτικόν», διότι θά «κατελύετο» καί ἡ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ, ἀλλά καί ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ! Δέν θά ἀπαριθμήσωμεν ὅλας τάς σχετικάς ἀποπείρας των, ἀλλά θά ἀναφέρωμεν μόνον ὡρισμένας χαρακτηριστικάς, τάς ὁποίας Κλῆρος καί Λαός πρέπει νά ἔχωμεν ὑπ' ὄψιν. 1) Ἤρξαντο τήν συγχωρητικήν εὐχήν, τήν ὁποίαν ὑπό ρητάς προϋποθέσεις καί ὅρους ἔκαμε δεκτήν ἡ Ἱερά Σύνοδος, νά τήν ἀποκαλοῦν καί νά τήν προπαγανδίζουν συστηματικῶς ὡς δῆθεν «χειροθεσίαν», βασιζόμενοι ἀποκλειστικῶς εἰς τό ἐκ τῶν ὑστέρων ἐμφανισθέν ἀνυπόγραφον, ἐλεεινόν καί τρισάθλιον «σχέδιον ἀποφάσεως τῶν Φλωρινικῶν», τό ὁποῖον, ὡς εἴπομεν, ἀναισχύντως καί ὅλως δολίως ἐνεφάνιζον ὡς δῆθεν ἀπόφασιν τῆς Ρωσικῆ Συνόδου, ἐνῶ εἴς τινας δυσκόλους περιπτώσεις μετεχειρίζοντο καί τήν «διευκρίνισιν» ὅτι «ἡ Ρ.Σ. ὑπό τόν ὅρον «χειροθεσία» ἐννοεῖ τήν Συγχωρητικήν εὐχήν καί ὄχι τήν κατά τόν Η΄ Κανόνα προβλεπομένην χειροθεσίαν»!!! 2) Ὁ Εὐγένιος Τόμπρος ἐν συνεννοήσει μετά τοῦ τότε (1972) ἀκόμη Πρωθυπουργοῦ Γεωργίου Παπαδοπούλου καί μέ πρόφασιν νά στηριχθῆ τό δοκιμαζόμενον Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, δεδομένης δέ καί τῆς ἀντιθέσεως καί διαστάσεως τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου (τῆς Νεοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας), πρός τόν Γ. Παπαδόπουλον, ἀπεφάσισαν ὅπως ὑπαχθῆ ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων καί ἀναγνωρισθῆ καί ὑπό τοῦ Κράτους ὡς δευτέρα ἐν Ἑλλάδι ἐπίσημος Ἐκκλησία! Τό θέμα προωθεῖτο διακριτικώτατα, πλήν μέ γρήγορον ρυθμόν, καί δέν θά ἐλάμβανεν ἐπισήμως διαστάσεις, ἀλλά σιωπηλῶς καί ἀθορύβως θά ἐκηρύσσετο ἡ ἕνωσις, μέ τό ὡς ἄνω Πατριαρχεῖον μέ βάσιν ὅμως τήν «ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν», ἡ ὁποία ἐνεφάνιζεν τήν ἁπλῆν Συγχωρητικήν Εὐχήν εὐθέως ὡς χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν!... Τόν Ἰανουάριον τοῦ 1973 τό ἐν λόγω σχέδιον περί ἀναγνωρίσεως καί ὑπαγωγῆ τῆς «Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ἐν Ἑλλάδι», εἰς τό Πατριαρχεῖον-Ἱεροσολύμων, προωθεῖται ἀποφασιστικά καί προκειμένου νά ὁλοκληρωθῆ, ἐσπευσμένως συγκροτεῖται 12μελής Ἱερά Σύνοδος, (ἐξ ὦν τινές, ἦσαν μυημένοι καί σαφέστατα ἐγνώριζον τό σχέδιον), ὅπως διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀναγνωρισθῆ ἡ ψευδοαπόφασις καί ἀποκτήση κῦρος, ὁπότε ἡ Συγχωρητική Εὐχή πλέον θά ἐλογίζετο ἐπισήμως ὡς «χειροθεσία»! Ὅλον τοῦτο τό σχέδιον ἐναυάγησεν πρίν ὁλοκληρωθῆ, διότι οἱ πρωτεργάται Εὐγένιος Τόμπρος καί Γεώργιος Παπαδόπουλος τό 1974 ἐξέπεσον καί... ἔσβησαν! Ἰδού ἡ δεξιά τοῦ Κυρίου καί πάλιν ἐπενέβη καί συνέτριψεν καί αὐτό τό σχέδιον!... 3) Ἡμέτεροι καί Φλωρινικοί, συνεχῶς συνήρχοντο καί ἐμελέτων τά σχέδια εἰς τήν Μονήν τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν τοῦ Κορινθίας Καλλίστου εἰς τά Ἀθίκια, ἐνῶ ἐθεωρεῖτο ὡς καλή σύμπτωσις τό ὅτι ὁ κ. Γκουτζίδης κατά τήν συγκεκριμένην περίοδον, ἦλθεν εἰς τρόπον τινά εὐγενῆ ἀντίθεσιν πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν, διότι δέν ἐδέχθη τήν πρότασίν του νά χειροτονηθῆ Κληρικός καί νά συνεργασθῆ μετά τοῦ τότε ἀκόμη Πρωθιερέως Εὐγενίου Τόμπρου, διό ἀπό τό τέλος τοῦ 1972 καί ἀρχάς τοῦ 1973 διακριτικώτατα ἀπετραβήχθη καί μέχρι τά μέσα τοῦ 1977, δέν συμμετεῖχεν ἐπισήμως εἰς τόν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας, παρά μόνον ὡς θεολόγος προσωπικῶς διηκόνει τόν Ἀρχιεπίσκοπον. Αὐτό ὑπό τῶν ἐπιβούλων ἐθεωρήθη ὡς «εὐτυχές» γεγονός, διά τήν εὐκολωτέραν προώθησιν τῶν σχεδίων ὅλων τῶν συνασπισμένων Προδοτῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νά περάσουν τήν Συγχωρητικήν Εὐχήν ὡς «χειροθεσίαν»!... 4) Ὅσον καί ἄν ἀποτυγχάνουν καί ματαιώνονται τά συγκεκριμένα σχέδια, τό ὅλον θέμα παρηκολούθει μέ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον ὁ Νεοημερολογιτισμός, ἐνῶ εἰς τινα βαθμόν διακριτικῶς ἤρχετο συνεργός καί ἡ πολιτεία! Τά ἔτη 1973 καί 1974 μέχρι 1976 εἶναι ἀποκαλυπτικά! Ὁ τότε Νεοημερολογίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης κατά τήν περίοδον 1974-1976, ἀναλαμβάνει ὅπως, μέσω τῶν Δικαστηρίων, ἀναγνωρισθῆ ἡ ψευδοαπόφασις τῶν Φλωρινικῶν, ἡ ὁποία ἐνῶ «τηρεῖ Φλωρινικήν σιγήν» ὡς πρός τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν, εἶναι ὅμως ρητή ὡς πρός τό θέμα «χειροθεσία τῶν Ματθαιϊκῶν»!!! Ἐν προκειμένω ὁ Νεοημερολογίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης, μηνύει εἰς τό Πολυμελές Πλημμελειοδικεῖον Πειραιῶς τόν ἡμέτερον μόλις χειροτονηθέντα ὡς ἐπίσκοπον Πειραιῶς Νικόλαον Μεσσιακάρην ὡς «ἀντιποιούμενον τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου, ψευδεπίσκοπον ὄντα», διό ἐζήτει νά ἐπιληφθῆ καί ἀποφανθῆ ἡ Δικαιοσύνη! Ἡ κατηγορία βεβαίως ἦτο βαρυτάτη καί ἀπαιτοῦσε πίστιν καί γενναῖον φρόνημα, ἅτινα ὅμως ἔλειπον ἀπό τόν τότε Πειραιῶς Νικόλαον! Οὗτος ἐμφανισθείς εἰς τούς ἀνακριτάς, ἀπολογούμενος ἰσχυρίζετο ὅτι εἶναι Κανονικός καί ὄχι ψευδεπίσκοπος, καί δέν ἀντιποιεῖται λειτούργημα Ἐκκλησιαστικόν. Μή δυνάμενος δέ νά σηκώση περαιτέρω τόν σταυρόν τῆς ὁμολογίας καί τοῦ διωγμοῦ, ἐμφανίζει, (ὁ ἴδιος ἤ ὁ συνήγορός του, εἶναι χωρίς σημασίαν, ἀφοῦ ὁ Συνήγορος ὁμιλεῖ καί ἐνεργεῖ ἐξ ὀνόματος τοῦ πελάτου του), καί καταθέτει τήν «ψευδοαπόφασιν» τῶν Φλωρινικῶν ὡς ἐπίσημον ἀπόφασιν τῆς Ρωσικῆ Συνόδου, εἰς τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζεται ὡς Κανονικός ὁ Πειραιῶς Νικόλαος, ἀλλά κατόπιν τῆς χειροθεσίας!!! Οὕτω εἰς τό 54/76 ἐκδοθέν ἀπαλλακτικόν Βούλευμα, ὁ μέν Πειραιῶς σαφῶς ἀρνεῖται τήν ἀρχιερωσύνη του, μεθ' ὅ ἀναγνωρίζεται ἀπό τό Πολυμελές ἀνακριτικόν τμῆμα, τοῦ Συμβουλίου τῶν Πλημμελειοδικῶν Πειραιῶς, ὡς Ἐπίσκοπος, ἡ δέ ψευδοαπόφασις τῶν Φλωρινικῶν προβάλλεται ὡς δῆθεν ἐπίσημον Ἐκκλησιαστικόν ἔγγραφον, καί λαμβάνει καί «νομικήν» θά ἐλέγομεν ὑπόστασιν!!! Πλέον ὁ μέχρι τό 1971 ἐγκαλούμενος ὡς «ψευδοκληρικός» καί ἀπό τόν Ἰανουάριον τοῦ 1973 καί «ψευδεπίσκοπος», δυνάμει αὐτῆς τῆς ἀδιανοήτου ἱεροσυλίας περί χειροθεσίας του, τήν ὁποίαν ἐμφανίζει ἡ ἀναφερθεῖσα «ψευδοαπόφασις τῶν Φλωρινικῶν», ὄχι ἁπλῶς «ΕΔΙΚΑΙΩΘΗ», ἀλλ' ὡς ἐκαυχᾶτο, ἔλαβεν καί τά «συγχαρητήρια» τῶν ἀνακρινόντων..., ἐνῶ, προσοχή(!), προέκυψεν ὡς δῆθεν «ἡττημένος» καί «συντετριμμένος» ὁ Νεοημερολογίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης!... Τοῦτο ἀσφαλῶς ἀποκλειστικῶς ἐπεδίωκεν καί ὁ ἴδιος καί εὐρύτερον ὁ Νεοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός, δηλαδή μέσω αὐτῆς τῆς συμπαιγνίας νά λάβη κῦρος ἡ ψευδοαπόφασις καί ἀποκλειστικῶς ἡ περί «χειροθεσίας» παράγραφος! Γίνεται, λοιπόν, ἀπολύτως σαφές ὅτι πλέον ἡ Ἀποστολική Διαδοχή ἐπιχειρεῖται νά πληγῆ ἀπροκαλύπτως ὑπό τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ καί τῆς Πολιτείας μέσω τῆς Δικαιοσύνης!!! Τοῦτο τό ἐκδοθέν 54/76 Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα τοῦ Συμβουλίου Πλημμελειοδικῶν ὑπέρ τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, ἐνεφανίσθη τό 2003, ὅτε ἡ ἤδη σχισματοαιρετική του ὁμάς, (τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος πλέον ἡγεῖτο ὡς «Ἀρχιεπίσκοπος», μετά τήν ἀναγκαστικήν παραίτησιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου ὑπέρ αὐτοῦ), εἶχεν εἰσέλθει εἰς τήν τελικήν της εὐθεῖαν προκειμένου «ἱεροσυνοδικῶς» νά διακηρύξη τήν ἄκρως ψευδῆ καί ἱερόσυλον σκευωρίαν-ἀπάτην, ἤτοι περί «ἀποκηρύξεως» καί «καταδίκης» τῆς δῆθεν «χειροθεσίας» καί «ἐπαναφορᾶς των εἰς τόν Ἅγιον Πατέρα»!!! Ὅλως ἰδιαιτέρας σημασίας εἶναι ὅτι διά τῆς οὔτω μετατροπῆ τῆς Συγχωρητικῆς εὐχῆς εἰς τήν ἀνυπόστατον «χειροθεσίαν» των, καί τῆς «Συνοδικῆς» των καταδίκης καί ἀποκηρύξεως αὐτῆς τό 2007, οὐσία τήν ΥΠΕΣΤΑΣΙΑΣΑΝ διά τούς ἰδίους τούς ἑαυτούς των καί τήν ἐπεκάθησαν ἐπί τῶν κεφαλῶν των! Σαφέστατα δέ ἡ θρασυτάτη αὐτή πρᾶξις ἀποτελεῖ τήν ἐσχάτην ἄρνησιν, βεβήλωσιν καί ἱεροσυλίαν κατά τῶν ἀπό τό 1935 καί 1948 ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν των, καί πλέον κατά τήν ἀκρίβειαν τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναγνωρίζωνται ὡς ἐπίσκοποι!... 5) Παραλλήλως πρός τόν Νικόλαον καί προφανῶς καί πρό αὐτοῦ, (1974-1976) καί ὁ τότε Ἀργολίδος Παχώμιος Ἀργυρόπουλος, προετοιμάζων, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό τόν ἴδιον, τήν ἐπίσημον μετατροπήν τῆς Συγχωρητικῆς Εὐχῆς, εἰς δῆθεν «χειροθεσίαν»(!), πρῶτος αὐτός ἐγγράφως, ὑπό ἄκραν μυστικότητα, γράφει καί ὑπογράφει ἀπόρρητον «ἐξομολογητικήν ἐπιστολήν», εἰς τήν ὁποίαν ἀποφαίνεται ψευδῶς πλήν ρητῶς ὅτι ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἱερά Σύνοδος καί προηγουμένως ἡ Ἐξαρχία ἐν Ἀμερικῆ, «προσέτρεξαν» καί «ἐδέχθησαν "ἀγαλλομένω ποδί" ὅλοι ὄχι "Συγχωρητικήν Εὐχήν" ἀλλά "Χειροθεσίαν" ὡς ἐπί σχισματικῶν»! Ὁμοίως καί οὗτος, ὅπως ὁ Νικόλαος, τό κείμενόν του, τό ὁποῖον ἐχαρακτήρισεν ἐξ ἀρχῆς ὡς «ἐξομολογητικήν του ἐπιστολήν», τό ἐκράτησεν μυστικόν καί μόνον περί τό 2003 ἐπισήμως τό ἐκυκλοφόρησεν καί μάλιστα ὑπερημύνθη αὐτοῦ, γράψας καί δεύτερον ἴδιον ἀκριβῶς ψευδές καί ἱερόσυλον κείμενον τό 2004! Αὐτή εἶναι ἡ ἐπί ὁλόκληρον 30ετίαν συνεχιζομένη προδοσία κατά τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1948, δυστυχῶς καί παρά ἡμετέρων πρώην Ἐπισκόπων!... 6) Εἰς τά ἴδια πλαίσια, ὁ ἴδιος ἐσωτερικός μηχανισμός, τοῦ ὁποίου, μετά τόν Εὐγένιον Τόμπρον, ἡγεῖται ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος Μακρῆ, ἀλλά καί οἱ λοιποί ἐγκάθετοι, οἱ ὁποῖοι παραμένουν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὡς οἱ Καλλιόπιος Γιαννακουλόπουλος, ὁ Κων/νος ἤ Καλλίνικος Σαραντόπουλος, σήμερον ἐμφανιζόμενος ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Φλωρινικῶν, καί πλεῖστοι ἄλλοι, εἰς τά πλαίσια τῆς προετοιμασίας των νά μεταλλάξουν καί νά κηρύξουν τήν συγχωρητικήν εὐχήν εἰς χειροθεσίαν των, ἐχρησιμοποίησαν καί τόν τότε Κορινθίας Κάλλιστον Μακρῆν! Τοῦτον ἔπεισαν καί ἐδήλωσεν τό 1975, μετά 5 ὁλόκληρα ἔτη ἀπό τῆς εἰς Ἀμερικήν μεταβάσεως τῆς ἐξαρχίας μας, ὅτι «τήν 17ην Σεπτεμβρίου εἰς τήν Ἀμερικήν εἰς τόν ἴδιον δέν ἀνεγνώσθη «Συγχωρητική Εὐχή» ἀλλ' ἐγένετο «Χειροθεσία ἐπί σχισματικοῦ, διό προσχωρεῖ εἰς τήν Φλωρινικήν Παράταξιν»!!! Πάντως οὗτος, δέν διενοήθη νά εἴπη ὅτι καί εἰς τήν Ἑλλάδα ἔκαμαν «χειροθεσίαν» ἐπί τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὅπως, ἤδη πρό αὐτοῦ, ἀπετόλμησαν οἱ Παχώμιος καί Νικόλαος, οἱ ὁποῖοι, παρά ταῦτα, ἔφθασαν εἰς τό σημεῖον κατά μέν τό 1976 νά ὑπογράψουν τήν καθαίρεσιν τοῦ Καλλίστου(!), ὅταν, ΠΡΟΣΟΧΗ(!), ἀμφότεροι οὖτοι ἐν κρυπτῶ εἶχον ἤδη γράψει τά δόλια φληναφήματά των «περί χειροθεσίας ὡς ἐπί σχισματικῶν καί ἐν Ἀμερικῆ καί ἐν Ἑλλάδι καί τό χεῖρον ὅτι ἐν τέλει τήν «ἀποκηρύσσουν καί τήν καταδικάζουν» τό 2007, μέ συνέπειαν τήν ὑποστασιοποίησιν αὐτῆς! Ὅλα αὐτά ἐλάμβανον χώραν, διότι συνεχῶς ἐπί ὅλην 30ετίαν εἰργάζοντο καί προσεδόκουν ὅτι τήν Συγχωρητικήν εὐχήν, τήν ὁποίαν ἐδέχθη ἡ Ἱερά Σύνοδος τήν 15ην/28ην Ὀκτωβρίου 1971, προϊόντος τοῦ χρόνου, θά τήν μετέτρεπον καί θά τήν ἐπέβαλον ὡς «χειροθεσίαν» ἐπί σχισματικῶν, ὁπότε ἡ προδοσία θά ἦτο καθολική καί «πανηγυρική»! 7) Καθ' ὅλα τά ἔτη ἀπό τό 1971 ἕως καί τό 1975 ὑπό τῆς Ἱ. Συνόδου κατεβλήθησαν ἀπεγνωσμέναι προσπάθειαι ὅπως ἡ Ρ.Σ. δεχθῆ καί διακηρύξη τήν ἀπό τό 1924 Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί κηρυχθῆ πραγματική ἑνότης, πλήν κατέστη ἀδύνατον! Παρά ταῦτα ὁ τότε πρόεδρος τῆς Ρ. Συνόδου Φιλάρετος διεβεβαίωνεν ὅτι δέν ἐγένετο χειροθεσία ἐπί τῆς Ἐξαρχίας μας, ἀλλά ἁπλῆ συγχωρητική εὐχή. Τό ἀληθές ἐν προκειμένω εἶναι ὅτι ἡ Ρ.Σ. τό 1971 μᾶλλον ἐφέρετο καί ἤγετο ὑπό τῶν Φλωρινικῶν, τῶν ὁποίων σαφῶς εἶχεν καί τό «πιστεύω»! Παρά τό συστηματικῶς προωθούμενον σχέδιον περί δῆθεν «χειροθεσίας», τοῦτο ἀπό τοῦ Φεβρουαρίου 1976, ἐφάνη ὅτι ἔληξεν, διότι ἡ Ἱερά Σύνοδος διά τοῦ ὑπ' Α.Π. 1158/20.2.1976 ἐγγράφου της πρός τήν Ρωσικήν Σύνοδον ἀνεκοίνωσεν τήν διακοπήν πάσης κοινωνίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετ' αὐτῆς. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΑΛΛΑ Η ΣΚΕΥΩΡΙΑ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ 1995 ΚΑΙ ΤΟΥ 2005 Κατόπιν αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καί ὅλων ὅσων προηγήθησαν ἀπό τό 1971 τό συγκεκριμένον σχέδιον δέν ἐπαύθη, ἀλλά ἐτέθη ἐπί ἄλλης βάσεως! Μέ δεδομένον ὅτι τήν Ἱεράν Σύνοδον ἀπό τό 1977 ἐπλαισίωναν δύο θεολόγοι, (Ἐλ. Γκουτζίδης καί Μηνᾶς Κοντογιάννης) γνωστοί ἀμφότεροι διά τόν ζῆλον καί τήν ἐργατικότητά των, τοῦτο ἔλαβεν σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος, ὅστις συνειδητοποιήσας ὅτι τά σχέδια του περί «χειροθεσίας» θά προσέκρουον σκληρά ἐπ' αὐτῶν, κατ' ἀρχάς ἐποίησεν τό πᾶν νά τούς προσεταιρισθῆ καί νά τούς παρασύρη εἰς τάς μεθοδεύσεις του περί χειροθεσίας, πάντοτε ἐμμέσως καί σιωπηλῶς! Τοῦτο ὡς θά προκύψη δέν τό κατώρθωσεν! Συγκεκριμένως ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος, ἀνεβίωσεν τό κατά τάς ἀρχάς τοῦ 1974 διακοπέν καί ματαιωθέν σχέδιον τοῦ Εὐγενίου Τόμπρου, ἤτοι νά ἀναγνωρισθῆ ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀπό τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων καί ὑπαχθῆ εἰς αὐτό! Πάλιν ὅμως ἐπειδή τοῦτο τό σχέδιον θά ἐπεχειρεῖτο μέ ἀποκλειστικήν βάσιν τήν γνωστήν ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν, ἡ ὁποία ψευδέστατα διεκήρυσσεν τήν «χειροθεσίαν» ὡς ἐπί σχισματικῶν, τό θέμα καθίστατο δυσχερές! Μέ αὐτό τό δεδομένον, καθ' ὅλην τήν δωδεκαετίαν ἀπό τό 1977 ἕως καί τό 1989, ὁ τότε Ἀττικῆ Ματθαῖος, ἔφερε τούς δύο θεολόγους τρεῖς φοράς εἰς ἀπ' εὐθείας σύσκεψιν μετά παραγόντων τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων εἰς τάς Ἀθήνας, μέ ἀποκλειστικόν ἐπιχείρημα ὅτι: «Ἔχουμε ἱεράν ὑποχρέωσιν καί καθῆκον νά στηρίξωμεν τό δοκιμαζόμενον Πατριαρχεῖον τῶν Ἱεροσολύμων καί ἐφ' ὅσον τοῦτο γίνη θά τύχωμεν ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως καί θά ἀπολαμβάνωμεν ὅλα τά δικαιώματα, τά ὁποῖα ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ «λειτουργοί» ὅλων τῶν ἐπισήμως ἀναγνωρισμένων Ἐκκλησιῶν, ἤτοι: μισθούς, συντάξεις καί πλῆθος ἄλλων προνομίων, ὡς δωρεάν αὐτοκίνητα κ.λπ., κ.λπ.»!!! Ἡ ἀπάντησις τῶν δύο Θεολόγων καί κατά τάς τρεῖς συναντήσεις ἦτο ἡ ἴδια: «Κρατεῖστε ὅλα αὐτά δέν τά θέλωμεν! Ἕν μόνον θέλομεν καί αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ὁμολογία-Ἐκκλησιολογία! Αὐτήν ζητοῦμεν ἀπό τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων καί ἀμέσως θά ἑνωθῶμεν»... Ἀφοῦ ἀπέτυχεν καί ἡ τρίτη ἐπίσημος συνάντησις, (τήν φοράν αὐτήν εἰς τό Γραφεῖον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἰς Περιστέριον), τότε ὁ Ματθαῖος Μακρῆ ἀπεφάσισεν νά ἀνοίξη μέτωπον πρός ἀπομάκρυνσιν τῶν δύο θεολόγων, καί ἐν ἀνάγκη καί τῶν συνεργαζομένων μετ' αὐτῶν Κληρικῶν, μέ πρῶτον τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν καί τόν Ἱερομόναχον Ἀμφιλόχιον καί βεβαίως ὄχι μόνον αὐτῶν! Συνεκρότησεν ὁμάδα ἐπιθέσεως, ἡ ὁποία πρωτίστως ἐφρόντισε νά διακοπῆ ὁ λαμπρός θεολογικός Διάλογος, μετά τῶν Φλωρινικῶν 1988-1991, καί ὁ ὁποῖος εἶχεν φθάσει εἰς θαυμαστόν σημεῖον, διό ἀμέσως ἐκήρυξεν τήν δῆθεν «ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΝ», ἡ ὁποία ἐν τέλει καί αὕτη δέν εἶχεν τά ἀποτελέσματα τά ὁποῖα ἐφαντάζετο, διό καί προεκάλεσεν μέ ἄλλους 4 ἐπισκόπους τό σχῖσμα του κατά τό 1995, ἐνῶ ἤδη πρό ἔτους(;) περίπου εἶχεν ἀποστείλει τούς Πειραιῶς καί Ἀργολίδος διά νά πλαισιώνουν καί ἐλέγχουν τόν Ἀρχιεπίσκοπον, ὅστις εἶχεν ἀπομείνει μόνος του, καί πρό πάντων νά ἀντιμετωπίσουν τούς δύο θεολόγους!... Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπό τό 1937 βλάσφημοι Σχισματικοί Φλωρινικοί, αὐτοί εἶναι οἱ ἐπίσης ἀπό τό 1995 πέντε Σχισματοαιρετικοί, οἱ ὑπό τόν τότε Ἀττικῆς Ματθαῖον, αὐτοί εἶναι καί οἱ περισσότερον ὅλων Σχισματοαιρετικοί ἀπό τό 1997 καί μέχρι τό 2005 καί 2007, οἱ «Νικολαΐται», οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἐλέχθη, μέχρι τό 1994 ἦσαν ὀργανικά ἡνωμένοι καί ὁμόφρονες μετά τῶν πέντε, ἐνῶ ὀλίγον πρό τοῦ σχίσματός του 1995, ἐξῆλθον καί ἐπλαισίωσαν τόν μόνον του ἐναπομείναντα Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν καί ἐστάλησαν διά νά συνεχίσουν τό περί «χειροθεσίας ἔργον»!!! Οὗτοι ἤδη ἀπό τό 1997 κατέλυσαν κάθε ἔννοιαν Κανονικῆ Τάξεως καί Συνοδικοῦ θεσμοῦ, καί ἀποβάντες τυφλά καί ἄβουλα ὄργανα τοῦ Φλωρινισμοῦ καί Νεοημερολογιτισμοῦ, ἱεροσύλησαν κατά παντός ὁσίου καί ἱεροῦ, πρωτίστως δέ κατ' Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἔθεσαν ἀργίας, ἔκαμαν ἀφορισμούς, ἀπεσχημάτισαν, διέλυσαν ἀδελφότητας, ἐδίχασαν καί πλανώμενοι ἐπλάνησαν, ἐνῶ ἥρπασαν Ναούς καί Μονάς καί προεκάλεσαν τήν τρίτην μεγάλην Σχισματοαίρεσιν! Φερόμενοι καί ἀγόμενοι ὑπό τῶν ἀδελφῶν Τσακίρογλου καί κυρίως ὑπό τοῦ Μοναχοῦ Μαξίμου Τσακίρογλου, τοῦ Δημητρίου Κάτσουρα, ἀλλά καί τοῦ γνωστοῦ διά τήν ἀπό τό 1971 συμπεριφοράν του ἐπί τοῦ θέματος τῆς δῆθεν «χειροθεσίας», Βασιλείου Σακκᾶ, καί πρό πάντων ὑπό τοῦ ἐν Ἀθήναις Φλωρινικοῦ κέντρου ὑπό τούς κ. Καλλίνικον Σαραντόπουλον, (νῦν «Ἀρχιεπίσκοπον» τῶν Φλωρινικῶν), τόν κ. Ἀθανάσιον Σακαρέλλον καί ἄλλους βεβαίως, διέπραξαν τέρατα καί σημεῖα ἀπό Κανονικῆ, Ὀρθοδόξου καί ἐν γένει Ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως. Ἀναφέρομεν χαρακτηριστικῶς τήν δολίαν μεθόδευσιν κατά τοῦ θεολόγου Ἐλευθ. Γκουτζίδη, μέ ἀφορμήν τήν ὁμολογιακήν καί ἀπό πάσης ἀπόψεως Ὀρθόδοξον ὁμιλίαν του, κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1997, εἰς τήν Θεσσαλονίκην, ἡ ὁποία εἶχεν ὡς θέμα τήν ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ. Ἐκ τοῦ μή ὄντος ἐχάλκευσαν ζήτημα περί «ἀνάρχου Ἐκκλησίας» καί περί «μή κοινωνίας τῶν τριῶν Θείων Προσώπων», ἀποβάντες οἱ ἴδιοι ΑΚΡΩΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ἐπί τε τοῦ Ἐκκλησιολογικοῦ καί προηγουμένως τοῦ Τριαδολογικοῦ Δόγματος! Μέ βάσιν δέ αὐτά προέβησαν εἰς ὅλως ἀντικανονικάς καί ἀπολύτως ληστρικάς «καθαιρέσεις», «ἀφορισμούς» καί ἄλλας διώξεις μέ θλιβεράν κατάληξιν τό σχῖσμα τοῦ 2005. Ταῦτα πάντα εἶναι γνωστά, διότι πληθωρικῶς καί ἐπανειλημμένως ἐδημοσιεύθησαν εἰς τά περιοδικά «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων» καί «Ὀρθόδοξος Πνοή». Ἐπίσης ταῦτα πάντα ἐν πολλοῖς ἔχουν ἐκδικασθεῖ καί ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, τά δέ Πρακτικά καί αἱ ἀποφάσεις αὐτοῦ ἔχουν δημοσιευθεῖ εἰς τούς τόμους τῆς «Ὀρθοδόξου Πνοῆς» τῶν ἐτῶν 2009, τεῦχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου σελ. 451-494 καί Τόμος 2010, τεῦχος Ἰανουαρίου-Φεβρουαρίου σελ. 3-59 καί τεῦχος Μαρτίου-Ἀπριλίου σελ. 103-141. Διά τοῦτο ἐξ ἀρχῆ ἐμνημονεύσαμεν τό τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, «Καί νῦν πολλοί ἀντίχριστοι ἐληλύθασιν», διότι καί εἰς τάς ἡμέρας μας, ὅλα τά κέντρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί τό Φλωρινικόν σχῖσμα μεθ' ὅλων τῶν θυγατρικῶν του, καί ἐπί πᾶσι τούτοις αἱ σχισματοαιρέσεις τοῦ 1995, ὑπό τούς πέντε πρώην ἐπισκόπους μας, ἰδιαιτέρως δέ ἤ πολύ χείρων αὐτῆς, μεγίστη καί ἐσχάτη σχισματοαίρεσις τοῦ 2005, ἐποίησαν τά πάντα ἀφ' ἑνός νά πλήξουν τήν Ἐκκλησίαν καί ἀφ' ἑτέρου νά ἐπιτύχουν μίαν ἕνωσιν εἰς τά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅλων τῶν «Παλαιοημερολογιτικῶν», ψευδοεκκλησιῶν πρός «λύσιν τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ προβλήματος»! Τοῦτο ὅλον ἤδη ἐνεργεῖται!... Διό, Πατέρες καί ἀδελφοί, πρόσχωμεν! Στῶμεν καλῶς, Στῶμεν μετά φόβου καί ἄν χρειασθῆ ἄς χύσωμεν καί τό αἷμα μας, ἐνῶ ὁ ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία Χριστοῦ Διάλογος καί σήμερον εἶναι τό αἴτημα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός ὅλους αὐτούς. Πατέρες καί ἀδελφοί, Ὅλαι αἱ ἀπό τό 1924 καί μέχρι σήμερον παλαιοημερολογιτικαί ψευδοσύνοδοι καί ψευδοεκκλησίαι, σκοπόν εἶχον καί ἔχουν νά ἐκκλείψη ἡ ἀπό τό 1935 καί 1948 γνησία καί ἀνόθευτος παραμένουσα Ἀποστολική Διαδοχή καί ἐν ταυτῶ ἡ ἀπό τό 1924 ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ! Ἐπί τῶ σκοπῶ τούτω ὅλαι αἱ σχισματικαί, αἱρετικαί Παλαιοημερολογιτικαί ψευδοσύνοδοι καί ψευδεκκλησίαι, ἔχει ἀποφασισθεῖ νά ἑνωθοῦν εἰς μίαν μεγάλην Παλαιοημερολογιτικήν Ψευδοεκλησίαν, ἐξηρτημένην ἀπό πάσης ἀπόψεως πνευματικῆ καί διοικητικῆ, ὑπό τόν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν! Αὐτό εἶναι τό προκεχωρημένον σχέδιον, τό ὁποῖον ἐνεργεῖται ὑπό τοῦ ἀντιχρίστου, εἰς τάς ἡμέρας μας, καί προσδοκοῦν νά τό ἐπιτύχουν. Ἤδη ὅπως ἐλέχθη ἔχουν πραγματοποιηθεῖ αἱ πρῶται Παλαιοημερολογιτικαί ἑνώσεις καί θά συνεχισθοῦν, ἐνῶ πρόβλημα, ὅπως ἔλεγεν καί ὁ ἀποβιώσας Χριστόδουλος, ἀποτελοῦν συγκεκριμένα πρόσωπα, κατωνόμαζεν δέ τόν Ἐπίσκοπον Κήρυκον καί τόν Ἐλευθέριον Γκουτζίδη. Σήμερον οὐσιαστικόν καί μεγάλο πρόβλημα, δι' ὅλους αὐτούς, ἀποτελεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἑλλάδι καί ἰδιαιτέρως ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, τήν ὁποίαν ἡ δεξιά τοῦ Κυρίου ἀνέδειξαν τό 2008!!! Ἐδῶ εὑρίσκεται σήμερον τό ὅλον πρόβλημά τους(!), ἤτοι πῶς θά μολύνουν καί θά ἀκυρώσουν τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν τῶν ὀλίγων ἐναπομεινάντων Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων! Διά τοῦτο σήμερον ὅλαι αἱ δυνάμεις τοῦ ἀντιχρίστου εἶναι ἐστραμμέναι κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί τῆς ἐν Κύπρω καί ἐν Ρωσία καί ἐν Ρουμανία καί ἐν Κένυα. Διό μετέρχονται κάθε ὑποκρισίαν καί καταβάλλουν τάς μεγίστας προσπαθείας νά εὕρουν τρόπον ὥστε νά καταρρίψουν τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πατέρες καί ἀδελφοί διερχόμεθα ἐσχάτους καιρούς, κινδυνεύομεν νά πλανηθῶμεν καί οἱ «ἐκλεκτοί», διό ἔχομεν χρέος καί καθῆκον νά φυλάξωμεν τήν Παρακαταθήκην τῆς ΠΙΣΤΕΩΣ, ἀλλά καί νά τήν διακηρύξωμεν μέχρις ἐσχάτης μας ἀναπνοῆ. Ἔχομεν χρέος νά ἐντείνωμεν τόν ἀγῶνα, διά τοῦ ὁποίου θά βοηθήσωμεν καί ὅλους τούς πρώην Πατέρας καί ἀδελφούς, ὡς ἀνωτέρω ἐπεσημάναμεν, οἱ ὁποῖοι πλανηθέντες ἐξέπεσον εἰς τάς φοβεράς παλαιοημερολογιτικάς σχισματοαιρέσεις, ἵνα, χάριτι Χριστοῦ, ἐπανέλθουν εἰς τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὅθεν, ἀπαιτεῖται νά ἔχωμεν καί νά κηρύσσωμεν γνησίαν καί καθαράν τήν ὁμολογίαν, ἀλλά νά ἔχωμεν καί χριστιανικήν ταπείνωσιν, ἀγάπην καί προσευχήν, δηλαδή νά εἴμεθα γνήσια καί ζῶντα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κλείοντες τήν παροῦσαν Συνοδικήν Ἔκθεσιν τῶν συμβαινόντων σήμερον ἀπευθύνομεν ἰδιαιτέρως θερμοτάτην ΕΚΚΛΗΣΙΝ πρός ὅλους τούς πρώην ἀδελφούς μας λέγοντες: Πρώην ἐν Χριστῶ Πατέρες καί ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι συνεχίζετε καί ἐκπροσωπεῖτε τάς ἀπό τό 1937, 1995 καί τό 2005 δεινάς σχισματικάς καταστάσεις, ὡς ἐνδημοῦσα Ἱερά Σύνοδος τόσον τῆς ἐν Ἑλλάδι, ὅσον καί τῆς ἐν Κύπρω, ἀλλά καί τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σᾶς ἀπευθύνομεν θερμοτάτην Ἔκκλησιν, ὅπως παύσωμεν τάς οἱασδήποτε προφάσεις ὡς ἐκ τοῦ Πονηροῦ προερχομένας καί μή παρικωλύωμεν τόν ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία Χριστοῦ Διάλογον «προφασιζόμενοι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», διότι ἄν οἱ αἴτιοι ἑνός σχίσματος εἶναι μίαν φοράν εἰς τήν ἀπώλειαν, οἱ ἀνεχόμενοι καί ἰδιαιτέρως οἱ παντί σθένει συντηροῦντες αὐτό εἶναι μυριάκις εἰς τήν ἀπώλειαν!... Ὅθεν ἐρχόμενος ἕκαστος εἰς ἑαυτόν, δεῦτε νά ταπεινωθῶμεν καί προσπίπτοντες τῶ Κυρίω, ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους διά νά καταστῶμεν ὅλοι ἀπό κοινοῦ γνήσια μέλη τοῦ ἑνός Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν Γένοιτο. Η ΕΝΔΗΜΟΥΣΑ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Διά τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος Οἱ Μητροπολῖται: † Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Τ.Υ. ΚΗΡΥΚΟΣ † Λαρίσης καί Τυρνάβου Τ.Υ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ Διά τήν Γνησίαν ὈρθόδοξονἘκκλησίαν τῆς Κύπρου Ὁ Μητροπολίτης: † Ὁ Κιτίου καί πάσης Κύπρου Τ.Υ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ καί ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Τ.Υ. ΜΙΧΑΗΛ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΗΜΟΥΣΑΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ † Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ @ ΓΟΕΕ 2014 + Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΘΕΙΣΑ ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΙΝ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ